United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.

Μα τι τα θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα.

Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς; ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης. Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο ομορφοκάραβο! Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό.

Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό; Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον Δρακόσπιλο. — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και τούτο. — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.

Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.

Αλλά το μπάρκο του καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα. Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία. — Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του ένας τον άλλον. Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα.

Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε. — Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα. Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του.