United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά επί τέλους είτε διότι πολύ εστενοχωρήθη ο παις, είτε διότι ανεθάρρησε, μη βλέπων πλέον να τον κατασκοπεύη ο γέρω-Παππούς, κατήλθεν από την αυγήν με τα γαλάρια του εις τον Μεγάλον Ασέληνον, μίαν αμμώδη ωραίαν παραλίαν, κ' εισδύσας εν τω άμα μετά πόθου εις τα κύματα επλύθη, εδροσίσθη, έπαιξε με την θάλασσαν, και ανήλθεν είτα επί τινος σκοπέλου όπου καθήμενος έκρουε την τρίχορδον λύραν του γέρω-Παππού, τραγωδών. γλυκύτατα: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης· Ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν, τα ψάρια να με θάψουν· Ν' αρθή κ' ένα γλαρόπουλο, γλυκά να με φιλήση . . .

Πόθεν ήλθον; Πού πηγαίνουν οι φίλοι μου, οι κάτασπροι γλάροι; Είνε γλάροι της Μιτυλήνης; Είνε γλάροι της Λήμνου; της Τρωάδος είνε οι γλάροι η της Τενέδου; Τους έβλεπον τάχα και οι Αχαιοί; Ω! η λευκή, η καλή συντροφιά μου, οι γλάροι του Αιγαίου! Καταμεσήςτο πέλαγος αναμένουν να χαιρετίσωσι τους ταξειδεύοντας. Άγγελοι του αισίου πλου, υπάρξεις ποθηταί εν κρυερά του πόντου ερημία.

Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα, Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια.... Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα, Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο, Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο, Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες, Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια, Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.

Ελεύθερα, αχαλίνωτα Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν Τ' άλογα, και εις την ράχην του Το πνεύμα των ανέμων Κάθεται μόνον. Εις τον αιγιαλόν Από τα ουράνια σύγνεφα Αφόβως καταιβαίνουν Κραυγάζοντες οι γλάροι Και τα γεράκια. Βαθυά εις την άμμον βλέπω Χαραγμένα πατήματα Ζώντων παιδιών και ανθρώπων· Όμως πού είνε οι άνθρωποι, Πού τα παιδία;

Οι γλάροι εκλαβόντες αυτήν ως νησίδα καταπρασίνην την περιτριγυρίζουν παίζοντες, διαγράφοντες εν τη ταχεία πτήσει των ποικίλους ακανονίστους κύκλους, βυθίζοντες τα ράμφη των εις την θάλασσαν, ως διά να δροσισθώσι κ' εξαίφνης ανυψούμενοι προς τας κόφας και τα χρυσά κορζέτα της σκούνας, και πάλιν επαναβυθιζόμενοι και κολυμβώντες ολίγας οργυιάς ως εκ χάρτου βαρκάκια με ανοικτά τα πτερά, με κλειστά τα πτερά, χιονώδεις, βαμβακεροί, ζωηροί, όλοι ομού, στολίσκος παίζοντος παιδίου, ένας- ένας, γύρω-γύρω, εις την γραμμήν, μακράν, εγγύς, ως να εργάζωνται, ως να θέλωσι να κτίσωσι τας φωλεάς εκεί, επί της λαμποκοπούσης επιφανείας.

Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.