United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξεστράτεψεν ο Έρωςτης καρδούλας μου το μέρος Και διο μάτια καστανά Λαμπροφόρεσε γι' αρμάτα, και με ταύτα στα γιομάτα Μου σωριάζει τα δεινά. Έρωτά μου τι γυρεύεις, και τι θέλεις να παιδεύης Τη δική μου την καρδιά! Νικητής πως είσαι ξέρεις· και στον κόρφο σου εσύ σέρεις, της καρδιάς μου τα κλειδιά.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Η Άντρο έχει πανώρια βουνά. Τα βλέπεις δεξιά και σου γελούνε· είναι γιομάτα πρασινάδες, λουλούδια γιομάτα· τα βλέπεις αριστερά και τρομάζεις· είναι σαν ντουβάρια από γιγάντους χτισμένα· πέτρες και γκρεμνά· μήτε φύλλα, μήτε κλαδί. Η Άντρο τέτοια είναι, ταντρειωμένο, τόμορφο νησί· έχει δύναμη και χάρη.

Τα μάτια σου τα μάβρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ και να μην τα θαμάζω και να μην τα πονώ τα μάτια σου τα μεγάλα. Εσένα δε σου κοστίζει να θυσιαστής. Εσύ το σκοπό μονάχα κοιτάζεις. Εσύ γεννήθηκες με την πίστη. Εσύ έμαθες την πομονή, εσύ για τα γενναία συνεπαίρνεσαι. Κ' η πομονή σου, τα γενναία θα σε κάμη ναπολάψης.

Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική. Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού.

Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος τα κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική. Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού.

Ο μικρός ο ταξειδιότης, Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, Ή νερού καθόλου ίκμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Ολη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ.

Είπε, κι' εκιός τον άκουσε κι' ήρθε σιμά τρεχάτος, κι' είχε στα χέρια φονικές σαΐτες και δοξάρι πισώσυρτο· κι' αρχίζει εφτύς να ρήχνει στα γιομάτα. Και του Πεισάνορα βαράει το γιο, τον άξιο Κλείτο, 445 το σύντροφο του φημιστού λεβέντη Πολυδάμα, ενώταν μες στην άμαξα.

Έτσ’ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη, ίσως να πη κανείς «και ποια;», των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά. Πολύς αχός τους προβοδά σπαραχτικ’ απ’ τα σπίτια μοιρολόγια γιομάτα πόνους και στενάγματα, που βγαίνουν μοναχά, άραχλα κι άχαρα, π’ αλήθεια κλαίμε απ’ τα βάθη της καρδιάς, που για τους δυό τους βασιλιάδες λυώνει απ’ το κλάμ’ αληθινά.