Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Εκείνη όμως είπε, σκύβοντας ακόμη περισσότερο, με διπλωμένα τα γόνατα έτσι που το πρόσωπο της ν’ αγγίζει το δικό του πρόσωπο: «Βλέπεις τι δώρο, ΈφιςΚαι ήταν χλωμή μέσα στο γκρενά της φόρεμα, με τα μοχθηρά της μάτια γεμάτα δάκρια. Αλλά ο Έφις δεν ένοιωσε πόνο γι’ αυτό. «Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως Εκείνος. Πρέπει να κλαίμε και να σωπαίνουμε…», είπε με μιαν ανάσα.

Το όνειρο αυτό σου το πνιγμένο κλαίμε, πράξεις κι ονείρατα ένα στη ζωή· με τον πόθο της το όνομά σου λέμε, είσαι ο βαθύς καημός της μπρος μας συ· και αναπαυμένο ο νους μου δε σε βάνει μες στο θλιμμένο που άραξες λιμάνι. Πνοή σου ήταν το πάλεμα κι η αντάρα, βαθιά χαρά σου το θερμό το φως· ω πως μπορεί και σβει τόση λαχτάρα!

Πώς να μην κλαίμε; Τριστάνε, αντρειωμένε βαρώνε, θα πεθάνης λοιπόν με τόσο άτιμη προδοσία; Και συ, Βασίλισσα αγνή, Βασίλισσα τιμημένη, σε ποιον τόπο θα γεννηθή ποτέ βασιλοπούλα τόσο ώμορφη και τόσο αξιολάτρευτη; Αυτά λοιπόν κατώρθωσε με τα μάγια του ο νάνος καμπούρης; Ω! που να μη δη ποτέ Θεού πρόσωπο όποιος τον απαντήση στο δρόμο του και δεν του χώση το σπαθί στην κοιλιά του!

Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου, και αυτός διωγμένος, — διά να μη μακρολογήσωέβαλε αρχήν να πέσητην βαρυκαρδίαν, εκείθετην νηστείαν, κείθετην αγρύπνια, εκείθετην αδυναμία, και πάλι εκείθετην ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω το κατρακύλισμα ερροβόλησετην τρέλλαν, οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Φρονείς πώς είναι τούτο;

Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, 'πουτα καράβια νίκησατην κρίσι των αρμάτων 545 του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. «Αίαντα Τελαμώνιετου 'πα γλυκομιλώνταςουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, 'πώχειςεμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, 'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, και την οργή σου δάμασετο στήθος το γενναίο».

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Πρέπει λοιπόν για το κάθε τι ν' ποτεινώμαστε στην Τέχνη; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Για το κάθε τι. Γιατί η Τέχνη δεν μας βλάπτει. Τα δάκρυα που χύνομε σε μια δραματική παράσταση είναι ο τύπος των εξαιρετικών αγόνων συγκινήσεων, πούναι δουλειά της Τέχνης να ξυπνήση. Κλαίμε, μα δεν πληγωνόμαστε. Πονούμε, μα ο πόνος μας δεν είναι πικρός.

Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μες στον πύργο, στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος, 665 τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα· κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχηΤότε ο γοργός του μίλησε γιος του Πηλιά και τούπε «Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αφτό καθώς ορίζεις, έτσι· τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν θα πιάσω670

Υπάρχουνε πολλές δυστυχίες στον κόσμο. Δεν είναι ανάγκη να κλαις γι' αυτό. Αν είχαμε να κλαίμε για όλες τις συμφορές του κόσμου .. . ΔΩΡΑΑν ξέρατε, μπαμπά μου, πόσο την πόνεσα. Μια στιγμή σήκωσε τα μάτια της επάνω μου, πνιγμένα στα δάκρυα. Εκείνη η ματιά της μου φάνηκε πως μου ζητούσε μια βοήθεια, μια παρηγοριά.

Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα213

Έτσ’ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη, ίσως να πη κανείς «και ποια;», των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά. Πολύς αχός τους προβοδά σπαραχτικ’ απ’ τα σπίτια μοιρολόγια γιομάτα πόνους και στενάγματα, που βγαίνουν μοναχά, άραχλα κι άχαρα, π’ αλήθεια κλαίμε απ’ τα βάθη της καρδιάς, που για τους δυό τους βασιλιάδες λυώνει απ’ το κλάμ’ αληθινά.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν