United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Όλοι εισήλθον ταυτοχρόνως εις το χωρίον και εκυρίευσαν τας πλειοτέρας οικίας, τας οποίας δεν εδύναντο να κατέχωσιν οι Έλληνες, ως όντες ολίγοι. Εφώρμησαν έπειτα και εις εκείνας, εις τας οποίας ήσαν κλεισμένοι οι Έλληνες, ώστε κατήντησαν εις μερικάς ν' αποσπώσι τα ξύλα της στέγης και να κρημνίζωσι τας κεραμίδας.

Τα βληχήματα των μικρών αμνών οι οποίοι, κλεισμένοι καθ' όλην την νύκτα εις το γαλάρι ίνα μη πίνουν το γάλα των μητέρων των, τόρα αφεθέντες ελεύθεροι έτρεχον με χαριτωμένα σκιρτήματα πλησίον των, οι εύθυμοι γέλωτες των παιδιών, το συχνόν λάλημα του ατσαράντου και της γαλιάντρας, των πρώτων της αυγής μηνυτών, και ο περιπαθής ήχος φλογέρας ήρχοντο σιγά σιγά, κατακηλούντα την ακοήν του μέχρις ου τον απεκοίμησαν.

Μας ήλθεν επιθυμία διά να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν.

Στην αρχή ο Υπάτιος αντιστάθηκε· μη όντας όμως άνθρωπος, με δύναμη να βασταχθή, είπε το ναι, και ζητούσε κατόπι να παραστήση του Ιουστινιανού πως επίτηδες δέχτηκε τη βασιλεία για να συχάση τα πλήθη. Όσοι αρχόντοι και συγκλητικοί δεν είτανε φευγάτοι ή κλεισμένοι στο παλάτι μέσα, θέλοντας μη θέλοντας πήγαν τότες με το λαό, να γλυτώσουν. Προτείνανε μάλιστα να τραβήξουν ίσια κατά το παλάτι.

Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα.

Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα213

ΑΡΙΕΛ. Κλεισμένοι μαζή, σε τέτοιο καθ' αυτό τρόπον, όπως ηθέλησες· απαράλλακτα ως τους άφησες, κύριε· όλοι φυλακωμένοι μέσα στο δάσος από φιλουριές, που προφυλάγει το σπήλιο σου από τον χειμώνα· αδύνατο είναι να σαλέψουν, αν εσύ δεν τους ελευθερώσης.

Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται από αιτίαν της κλεισμένοι.

Το βράδυ οι άλλοι εικοσιτέσσαρες στρατιώται εκλείσθησαν εις το κουτί των, το δε παιδάκι και όλη η οικογένεια επλαγίασαν να κοιμηθούν. Τότε τα διάφορα παιγνίδια ήρχισαν να κάμνουν επισκέψεις μεταξύ των και να παίζονν και να διασκεδάζουν. Ήθελαν και οι κλεισμένοι στρατιώται να έβγουν από το κουτί των, και επροσπάθουν αλλά δεν ημπορούσαν ν' ανασηκώσουν το σκέπασμά του.