United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ωρίσθη άτιμη απ’ τα όρνια τα πετούμενα να λάβη ταφή κι άξια να βρη τα επίχειρά του, δίχως να του σωριάσουν χέρια χώμα για μνημούρι, δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια, δίχως φίλος κανείς το ξόδι του ν’ ακλουθήση· τέτοιαν απόφαση έλαβαν οι πρόκριτοί μας.

Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα. Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα, θα τελειώσω στη στερηά. Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου. Ο ναύκληρος, ο δούλος του, Μ' εμέ και μ' άλλους δυο, Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε, Την Φρόσω, την Μαριώ.

Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, πόδιζε ολοένα κατά το λιμάνι, δίχως κανένας θαλασσομάχος να βάζη με το νου του, μέσα στην πλατειά τη θάλασσα, από μακρυά κι' από σιμά, πως ένα ξόδι τούτη τη στιγμή έσχιζε, χωρίς παπάδες και ξεφτέρια, τα κύματα.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα· και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν· καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι. Αλλάτην Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα . ΟΡΑΤΙΟΣ Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

Δεν έχω ανάγκη, παιδί μου. Έννοια σου, βαστάω ακόμα, έλεγε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός έγινε ξόδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης φώναξε το λοστρόμο. — Άκουσε, Γιαννιό! Ο λοστρόμος έτρεξε. — Να μαζέψωμε τάλλα τα πανιά... Με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα θα το κρατήσωμε τραβέρσο. Τραβέρσο, να ιδούμε ως πότε θα φυσάη ο διαλόκαιρος!...

Το παράπονο από το ακορντεόν του Τσουαναντόνι έφτασε βαθειά στο χάος του πόνου της Νοέμι, σαν ένα μακρινό φως. Το αγόρι τραγουδούσε, συνοδεύοντας τη μουσική του, και η φωνή του θλιμμένη από μια ανέκφραστη μελαγχολία γέμιζε τη νύχτα με γλυκύτητα και λάμψη. Η Νοέμι, γονατιστή ακόμη κοντά στο κάθισμα όπου βρισκόταν το ξόδι της ντόνας Ρουθ, ανασήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνη.