United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθεςεμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.

Αλλ' ανίσως και θελήσης, Όλο τάχα να μ' αφήσης, Άψυχο θα θεωρήσεις, Οπού μέσα θα 'παντήσεις Ζώα έμψυχα εκ φύσης. Χ α ρ α μ α τ ι ά. Το πρώτο μ' όποιος έχει, Τη λύπη δεν κατέχει, Γιατί την κυνηγάι. Κι' από το δεύτερό μου, Πάντοτε το σκοπό μου Ο έξυπνος νογάι. Ακέριαν αν θελήσης, Διά να με γνωρίσης, Μ' ευρίσκεις και συχνά, Ακίνητη ησυχάζω, Κι' ωσάν να σε κυττάζω, Χάσκω παντοτινά.

Δεν είναι μικρό πράμα, δώδεκα ολάκερες ώρες νάχης να παλεύης με το σίδερο. Το άψυχο αυτό πράμα για να λυγίση, να κοπή, να πάρη σκήμα, θέλει να φάη ζωές. ΦΙΝΤΗΣ Σταύρο, τι είναι αυτά που λες; ΣΤΑΥΡΟΣ Λέω απλούστατα, πως έχουνε δίκιο να ζητούνε λιγόστεψη στις ώρες της δουλειάς. ΦΙΝΤΗΣ Μα αυτό είναι ενάντιο στα συφέροντά μας. ΣΤΑΥΡΟΣ Το μεγαλύτερο συφέρο καθενός είναι το συφέρο της ανθρωπότητας.

Γιατί από τη γυναίκα μου βγήκε ένας αχός πόνου, που έλεγε πως μ' άκουσε, χωρίς όμως να μπορέση να βάλη το άψυχο χέρι της απάνω στο κεφάλι μου. Εκείνον τον αχό μπορώ και τον ακούω κι αυτή την ώρα ακόμα. Για να μπορέση να προφέρη τα λόγια που πρόφερε, πάλεψε ώρες εκεί. Κι όταν τα πρόφερε, ξαναέπεσε στην ησυχία. Ειρήνη βασίλεψε στην όψη της. Δεν ήθελε πια τίποτε, δεν πιθυμούσε τίποτε.

Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.

Μα δύναμη πια δεν έχεις τέτοιες ψώρες να ξετινάζης από τα στήθια σου· και μήτε σε πειράζουν πια τώρα, αναίσθητη ρωμιωσύνη! Τίποτε, τίποτε πια δε νοιώθεις, μήτε την ομορφιά σου δεν τηνε νοιώθεις! Άψυχο μάρμαρο έγεινες, άγαλμα κουτσουρεμένο, δίχως ψυχή! Πάμε παρέκει. Να τηνε η Ακρόπολη· όχι η Γενοβέζικη. Εκείνη είναι από την άλλη τη μεριά, κατά την τούρκικη τη γειτονιά.

Ώρες βάσταξε, το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.

Υπήρχε πολλή χάρη, πολλή κομψότητα στο κυμάτισμά τους αυτό. Γυναίκες οι σημαίες, ή από γυναικείο χέρι φτιασμένες, ή σε γυναικεία χάδια παραδομένες. Ο Ρένας έβλεπε: Τι ήτανε λοιπόν το ηλιοβασίλεμα αυτό! Ήτανε θεότητα καμιά, ή άψυχο και άσκοπο ανακάτεμα χρωμάτων; Ποια λύπη στην ύπαρξη της σκάφης που ξεκίνησε μεγάλη από την πρύμη του θωρηκτού, κι' έμεινε τώρα ένα μαύρο σημάδι στη μέση του κόλπου!