United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικο που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ' όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το αποδείξη με μια διατριβή ή και μ' ένα βιβλίο. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο.

Τονέ γνώριζε τον κόσμο, και πάλι δεν τονέ γνώριζε· ήξερε τις κακίες του και τις θεάτριζε μ' έξοχη τέχνη, μα με τους ανθρώπους είταν οξύθυμος και συχνά απότομος. Είναι αλήθεια πως τέτοιος είτανε με τους μεγάλους κι όχι με τους μικρούς, κι αυτό μαρτυράει κάμποση μεγαλοφροσύνη κ' ευγένεια. Μα το καθαυτό συφέρο της Εκκλησίας και του Τόπου απαιτούσε κάτι πιώτερη πολιτική κ' ημερωσύνη με τους δυνατούς.

Η Κρήτη, στα 1897, του φάνηκε του Γουλιέλμου σα νάτανε κανένα Νησί άνομο, άσεβο κι αθεόφοβο που πάει άξαφνα και πολεμάει, με ποιόνα; με το βασιλιά του, πάει να πη με το Θεό. Από χρόνια, στην Τουρκιά, είχε συφέρο λοιπόν η Γερμανία να κολακέβη τον Τούρκο, μα να μην αφίνη διόλου το ρωμαίικο να παίρνη απάνω του.

Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού. Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού.

Όσο και να πηγαίνανε με την καινούρια πίστη οι φρονιμώτεροι, έμνησκαν ακόμα στα «καθεστώτα» οι πιώτεροι, μάλιστα όσοι ή ζούσαν από την Κυβέρνηση και λογάριαζαν το συφέρο τους, ή είτανε βουτηγμένοι στη παραλυσία, και δεν τους άρεζε ναφίνουν τις ηδονές τους.

Το καθαυτό συφέρο του τόπου δεν το καλολογάριασε. Ό,τι πάσκισε ο Ιουλιανός να κάμη με την αρχαία θρησκεία, το ίδιο περίπου καταπιάστηκε κι ο Ιουστινιανός με την αρχαία τη Ρώμη.

Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο.

Ως και τη μαγείρισσά του από τη λεύτερη Άντρο την είχε φερμένη. Πήγαινε κάθε βράδυ στη «Λέσχη» και διάβαζε τις εφημερίδες ώσπου να ψηθή το φαεί. Κ' έτσι μάζευε μέσα του εθνισμό. Τέτοιους «Έλληνας» θα ξέρης πολλούς. Άλλους από φιλότιμο, κι άλλους από συφέρο. Έβαλαν κι αυτοί τη λιονταρήσια τους την προβειά. Η προβειά τους έχει, θα πης μερικές τρύπες, — παλιάς ψώρας σημάδια.