United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησέ το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε απόνα σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε. Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ' αποστόλους του Πατριάρχη.

Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν. Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον. Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της. — Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη. — Κινητός. — Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου. Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο.

Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ.

Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους.

Μαγδαληνή, που έσκυψες 'στού κόσμου τον σωτήρα, κι' ενώπιόν μου σκύψε, και με δακρύων ποταμούς και μ' αλαβάστρων μύρα κι' εμού τους πόδας νίψε. Εμπρός, προβαίνετε και σεις, που το παραγλεντίσατε με τας παραλυσίας, αλλ' όταν τα γεράματα σας 'πήραν εζητήσατε τον στέφανον οσίας.

τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.» »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. Μέσατα στήθια σου θέλω ναυρώ Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου Ναυρήτα σπλάχνα σου τον ουρανό.» »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι Για το κεφάλι μου... τι καρτερείς;... Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι, Κόψε με γρήγορα... μη μ' αρνηθής

ΠΑΡΡ. Πολύ καλά• ώστε σκύψε προς την πόλιν, Συλλογισμέ και κάλει τους φιλοσόφους. ΣΥΛΛ. Ακούσετε οι φιλόσοφοι των Αθηνών• πρέπει να έλθετε εις την Ακρόπολιν διά ν' απολογηθήτε περί της διαγωγής σας ενώπιον της Αρετής, της Φιλοσοφίας και της Δικαιοσύνης. ΠΑΡΡ. Βλέπετε πόσον ολίγοι έρχονται, αφού ήκουσαν το κήρυγμα; Φοβούνται την Δικαιοσύνην.

Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου, τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί· κι ανίσως έκοψες γι' αυτόν τ' αγριόροδα εδώ μπρος μου σκύψε κοντά και στόλισ' τον γύρω μ' αυτά, καλή. Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό, βουνό με τ' άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά τα πεύκα, γλαρό, ιλαρό προς το γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

Είνε καιρός, που από τα θεμέλια, σείστηκε το Κράτος των Ρωμαίων. Σκύψε να σου πω στ' αυτί. Είνε αλήθεια τούτη 'δώ φριχτή: Άλλο δεν απομένει, παρά εσωτερική να σκάση ξάφνω μια αναμπουμπούλα. Γενική κρατάει γνώμη, πως οι Χριστιανοί θα γίνουν η αιτία, από τον πολιτισμό μας να μην απομείνουν ούτε πέτρες, ούτε τούβλα. Ναι, μα τον Ηρακλή!