United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα σ' όλην την πόλι ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθη για να μου σώση την ζωή.

Ο Αΰλος ήμει ακόμη. Ο Τετράρχης εχάνετο εις έν όνειρον και δεν εσκέπτετο πλέον την Ηρωδιάδα. Ενόμιζεν ότι την έβλεπε πλησίον των Σαδουχαίων. Η οπτασία απεμακρύνθη. Και εν τούτοις δεν ήτο όραμα. Η Ηρωδιάς είχε διδάξη μακράν της Μαχαιρουσίας την κόρην της Σαλώμην να κάμη τον Τετράρχην να την αγαπήση. Η ιδέα ήτο καλή και τόρα ήτο πλέον βεβαία ότι επέτυχε.

Ο Ανθύπατος εκάθητο προς τα αριστερά, ο Αΰλος εις τα δεξιά και ο Τετράρχης εις το μέσον. Ο Ηρώδης εφόρει μέλαινα βαρύν μανδύαν αι παρυφαί του οποίου εχάνοντο υπό τα χρωματιστά κεντήματα. Εις τα μήλα των παρειών του είχε ψιμμύθιον, το γένειον του είχε το σχήμα ριπιδίου εις δε την κόμην του την οποίαν έσφιγγε διάδημα αδαμαντοκόλλητον είχε ρίψη κυανήν κόνιν.

Την επαύριον τους απέδωκε το δικαίωμα του ιερωθύτου· ο Αντίπας εδείκνυε απελπισίαν, ο Βιτέλλιος έμεινεν απαθής. Αι θλίψεις του εν τούτοις ήσαν μεγάλαι· εξ αιτίας του υιού του εκινδύνευε να χάση την περιουσίαν του. Μόλις ο Αΰλος έπαυσε να κάμη εμετόν και ηθέλησε να φάγη πάλιν. — Να μου δώσουν μαρμαρόκονιν σχιστόλιθον της Νάξου, νερό της θαλάσσης ότι κι' αν είνε, να πάρω έν λουτρόν;

Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς , η καρδία τούτων έχει την κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα . 4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος.

Ο Ανθύπατος ήθελε να φύγη. Ο Αΰλος ηναντιώθη. Με τον μανδύαν ερριμμένον επί των γόμφων, εκυλίετο όπισθεν ενός σωρού τροφίμων τα οποία, αν και είχε χορτάσει υπερμέτρως, δεν ήθελε ν' αποχωρισθή. H έξαψις του λαού ηύξανεν. Ενεθυμούντο την δόξαν του Ισραήλ την αρχαίαν, και ηύχοντο την απελευθέρωσίν των. Όλοι οι μέχρι τούδε κατακτηταί των ετιμωρήθησαν. Και ο Αντίγονος, και ο Κράσσος και ο Βάρος.

Εις το αιματωμένον σου το σάβανον, Τυβάλτη, εδώ κοιμάσαι· τι ζητείς; τι άλλην χάριν θέλεις από το χέρι πώκοψε τα νειάτα σου ‘ς την μέσην, παρά να κόψη την ζωήν αυτήν, που εμισούσες; Συγχώρησέ με εξάδελφε! — Αχ, Ιουλιέτα, φως μου, πως είσαι τόσον εύμορφη ακόμη; Μη αλήθεια ο Θάνατος ο άυλος ερωτευμένος είναι; Μήπως το αποτρόπαιον, το άσαρκον το τέρας εδώ ‘ς το σκότος σε κρατεί, να σ' έχη ερωμένην; Από τον φόβον μου εδώ, μαζή σου θ' απομείνω.

Είχε παραλάβει τους ομήρους του βασιλέως των Πάρθων περί των οποίων ο Αυτοκράτωρ δεν εφρόντιζε πλέον διότι ο Αντίπας, παρών εις την σύσκεψιν, διά να δείξη ικανότητα, απέστειλεν αμέσως αγγελιοφόρους διά να φέρωσι την είδησιν. Αυτό ήτο το αίτιον του ασπόνδου μίσους των και διά τον αυτόν επίσης λόγον εβράδυνε να του στείλη επικουρίας. Ο Τετράρχης ετραύλιζε δικαιολογούμενος. Αλλ' ο Αΰλος είπε γελών.

Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει, στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός, μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει, το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός. Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει· στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό, και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.

— «Πλάνη, πλάνη», αντείπεν ο Σαδουχαίος Ιωνάθαν, «ενώπιον του νόμου οι γάμοι ούτοι θεωρούνται κολάσιμοι. Αδιάφορον αν δεν κατηργήθησαν καθ' ολοκληρίαν». — «Αδιάφορον! φέρονται πολύ αδίκως προς εμέ», έλεγεν ο Αντίπας, «διότι επί τέλους, ο Αβεσαλώμ είχε συνεύνους τας γυναίκας του πατρός του, ο Ιούδας την νύμφην του». Ο Αΰλος, ο οποίος προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή ήλθεν πάλιν εις την ομήγυριν.