United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή δε έγειναν πολλοί και μεγάλοι κατακλυσμοί εις το διάστημα των εννέα χιλιάδων ετών, διότι τόσα έτη επέρασαν από εκείνον τον καιρόν έως τώρα, το χώμα, το οποίον μέσα εις τούτους τους χρόνους και εις αυτά τα συμβάντα δεν εσωρεύετο εις το έδαφος, όπως εις άλλους τόπους, εις αρκετόν ποσόν, κάθε φοράν εσύρετο ολόγυρα εις τα παράλια και εχάνετο εις το βάθος της θαλάσσης.

Τότε αύτη θα εχάνετο οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου εαυτής. — Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του. — Ήκουσα, είπεν η Ακτή. — Ποτέ!

Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως του ζώου.

Εν τούτοις ο Ούρσος εφαίνετο τροφός τόσον ανεπιτήδιος, όσον και πλήρης περιποιήσεων. Το κύπελλον εχάνετο μέσα εις τα ηράκλεια δάκτυλά του, εις βαθμόν ώστε δεν έμενε πλέον τόπος διά τα χείλη του Βινικίου. Μετά τινας ματαίας δοκιμάς, ο γίγας λίαν αμήχανος είπε: — Θα μου ήτο ευκολώτερον να σύρω ένα βόνασον εκτός της φωλεάς του. Παρουσίασε και πάλιν τον ζωμόν εις τον Βινίκιον.

Τον ηυχαρίστησα και αφήσαντες την οδόν εισήλθομεν εις μίαν ατρωπόν χλωροφυτευμένην, η οποία μετά ημίσειαν ώραν πορείας εχάνετο εις ένα δάσος, το οποίον εσκέπαζε τους πρόποδας λόφου. Διεσχίσαμεν τα υγρά και σκοτεινά αυτά δάση, εκτάσεως δυο μιλίων περίπου, και ευρέθημεν έμπροσθεν του φρενοκομείου.

Όταν έλαβε τον δεύτερον, τον πατέρα του Γιάννου, διά να γελάση ολίγον, αφήρεσε το δακτυλίδι από τον πρώτον, τον έφερεν εις την ζωήν και παροργίσσασα τους δύο άνδρας τους έκαμε ν' αλληλοσφαγούν προ των οφθαλμών της. Εκαλείτο παρ' όλων &Μάγισσα του Βουνού& και υπήρχεν ιδέα ότι αν εχάνετο θα εχάνετο μαζί και ο κόσμος· λύμη αυτού φοβερά αλλ' αναγκαία.

Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες: — Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον μου. Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις τα νέφη. Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή. Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν.

Να, δυο ξλάκια πλειο για πρόσαναμμα! απήντα η θειά-Ζωίτσα η μυστική και εχάνετο απ' εμπρός των. Αι δύο αδελφαί εκάθησαν εις άκραν τινά και εθεώρουν την άρτι ελθούσαν πολυάριθμον φαιδράν συντροφίαν, προσπαθούσαι ήδη να γνωρίσωσι τίνες ήσαν. Αλλά φωναί της μητρός και βλασφημίαι τώρα τας εξήγειραν.

Ενώ εγίνετο όμως η φόρτωσις, η μαυρίλα του Θερμαϊκού ηυξάνετο, εκτεινομένη προς νότον πλέον κελαινή, και η κορυφή του Πηλίου εχάνετο ολίγον κατ' ολίγον εις τα νέφη, ενώ ριπαί κρυεραί του ανέμου συνετάραττον υπούλως την γαλήνην του πελάγους και την παγεράν σιγήν της χιονισμένης νήσου. Ένας πετεινός έξω από μίαν εκκλησίτσαν του βράχου είχε λαλήσει. Σημείον μεταβολής του καιρού.

ΦΙΛ. Αυτά τα οποία λέγεις είνε εντελώς απίθανα και αντιφατικά• διότι αφού προ ολίγου μετά δυσκολίας διέκρινες την γην, η οποία εχάνετο εις την απόστασιν, και αν ο κολοσσός δεν σ' εβοήθει να την διακρίνης, θα ενόμιζες ίσως ότι βλέπεις άλλο τι, πώς τώρα, ως να έγινες αίφνης Λιγγεύς, διακρίνεις όλα τα επί της γης, τους ανθρώπους, τα θηρία παρ' ολίγον δε και τας φωλεάς των κουνουπιών;