United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν που τα αφήκεν ο Αφρικός.

Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον.

Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος διά τον παπάν ν' ανέλθη να δώση την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλίου, κατά το κατώμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν.

Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο. Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα. — Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό. — Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

Όταν γυρίζη κανείς τις σελίδες του έργου του: &Απλές Ιστορίες του Βουνού&, αισθάνεται τον εαυτό του σαν να κάθεται κάτω από μια φοινικιά και να μελετά τη ζωή σε μερικές υπέροχες λάμψεις πεζότητος. Τα ζωηρά χρώματα των παζαριών θαμπώνουν τα μάτια. Οι κατακουρασμένοι της κατωτέρας τάξεως Άγγλο-ινδοί εξαίσια αταίριαστοι με τα τριγύρω τους.

Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορας πηδά οχ τ' αμάξι χάμου, 755 και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους, σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι, σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι· έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι, ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια, 760 διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.

Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το κακόν μας.

Το τι σημαίνει η λέξις κούρασις, το ησθάνθην, καθ' όλην του πράγματος την έκτασιν, κατά την ανάβασιν του βουνού εκείνου. Οι άλλοι, εβάδιζον ό λ ο ι ακμαίοι, ωσάν να είχε τότε μόνον αρχίσει η πορεία. Ήρκει να υψώσω την κεφαλήν διά να τους ίδω αναβαίνοντας, ελαφρούς όλους και ζωηρούς. Και χωρίς να υψώσω την κεφαλήν, έβλεπα τανυομένας τας ευρώστους κνήμας των αμέσως προ εμού βαδιζόντων.

Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού∙ και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης.