United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιαμ' είντα να κάμωμε; είπεν η Πηγή περίλυπος και αυτή. Σα δε μπορούμε να κάμωμ' αλλοιώς πρέπει να κάμωμ' απομονή. — Δεν κατέω 'γώ απομονές, μόνο ναρθής να φύγωμε, ετσά που σούπα να πάμε στα όρη και σα θες να κάτσωμε εκειά παντοτεινά. — Μα με τα σωστά σου το λες να πάμε να κάτσωμε παντοτεινά στσι μαδάρες; Ντα αγρίμια 'μεστα; — Με τα σωστά μου το λέω.

Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.

Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;

Θωρείς τα δα, 'πούλεες πως είνε φοβιτσάρης; του έλεγεν η Ρηγινιώ. — Ήτονε δα μια ολιά, μα τώχε κι' απού την απραγιά. Ήτονε και κοπέλι, να πούμε το σωστό. Δεν πειράζει· σαν είν' τα ύστερα καλά, όλα καλά. Μα ήκουσες πως τσ' αλευροκύλισε τσ' Αρναούτες κήφυγε απού τα χέρια τως; Η Σπυριδολενιά βρέθηκ' εκειά και τα δηγάται.

Στα όρη· εκειά πούχομε τα ωζά μας. Όπου κιάνε πάμε θάμεστα καλά, σα θάμεστα μαζή. — Δε μπορώ να κάμω ανεβουλής του κυρού μου και ταδερφού μου. Μα γιάειντα δεν έχεις απομονή; Ο Μανώλης ανετινάχθη όταν ήκουσε την λέξιν υπομονή, μίαν λέξιν την οποίαν δεν ενόει και την οποίαν εις την περίπτωσιν του εθεώρει αδύνατον. — Δεν κατέω 'γώ απομονή και ξαπομονή, μόν' αυτό που σου λέω. Θάρθης να φύγωμε;

Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο. Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα. — Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό. — Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

Παντού, Θρησκεία, εσύ Μάνα μας γίνεσαι παντού κ' ελπίδα μας χρυσή! Καλόγηρος ο κυνηγός. Κλεισμένατην κασέλλα Τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα. Τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τάρματά του Παραιτημένα σκούριαζαντους τοίχους κρεμασμένα. Κάποτε ρίχνει απάνω τους καμμιά κρυφή 'ματιά του. 'Σάν θυμηθή τα χρόνια του εκειά τα περασμένα.