United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδέποτε ανεπαύθην υπό τον ήλιον, πάντοτε ηκολούθησα την πορείαν αυτού, πάντοτε διεσταύρωσα την επιστροφήν του. Οι αστέρες έλαμπον εις τον ουρανόν και τα όμματά μου δεν εκλείσθησαν επί της γης. Οι άνεμοι εφύσων εκ των τεσσάρων σημείων, και μετ' αυτών έτρεχον. Αι νεφέλαι ενεκυμόνουν τους υετούς και επί της γης στέγασμα δεν εζήτησα. Η χιών επυκνούτο εις τα όρη και εστίαν πυρός ποτέ δεν ήναψα.

Οι αγαθοί ούτοι άνθρωποι, μετά του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου, ενόμισαν καλόν, προς αποφυγήν μακρών δογματικών συζητήσεων, υφ' ων αντήχουν τα όρη και τα πελάγη επί ένδεκα αιώνας, ενόμισαν, λέγω, καλόν να υπογράψωσιν ασυζητητεί τον τόμον εκείνον, δι' ου οι επίσκοποι της Ανατολής ανεγνώριζον το πρωτείον του Πάπα, όπερ εδόθη παρά του Ιησού Χριστού εις τον Πέτρον, και μετέβαινε πάντως και εις τους διαδόχους αυτού.

Κ' η γις για χατήρι των Νυμφών έκρυψεν όλα τα κομμάτια κ' εφύλαξε τη μουσική και με τη θέληση των Μουσώνε βγάνει φωνή και τα μιμιέται όλα, καθώς τότες η κόρη, θεούς, ανθρώπους, όργανα, θεριά· μιμιέται και τον ίδιο τον Πάνα, όταν παίζη το σουραύλι· κ' εκείνος, άμα τ' ακούση, πετιέται και τρέχει κατά τα όρη, όχι από πόθο να τήνε συναπαντήση, μόνο για να μάθη ποιος είναι ο κρυμμένος μαθητής.

Επαναλαμβάνω όσα με είπε· κατ' αυτόν, υπάρχουσι δύο όρη των οποίων αι κορυφαί λήγουσιν εις οξύ, κείμενα μεταξύ της εν Θηβαΐδι Συήνης και της Ελεφαντίνης και καλούμενα το μεν Κρώφι το δε Μώφι. Μεταξύ αυτών αι πηγαί του Νείλου αναθρώσκουσιν εκ βαράθρου αβαθούς.

Κατόπιν όμως βεβαίως σχηματίζουν κοινότητα μεγαλιτέραν κατασκευάζοντες μεγαλιτέρας πόλεις, και επιδίδονται κατ' αρχάς εις την καλλιέργειαν των πλησιεστέρων προς τα όρη πεδιάδων, και κατασκευάζουν ως περιφράγματα ακανθωτά κάπως περιτειχίσματα προς προφύλαξιν από τα ζώα, και αποτελούν πάλιν μίαν κοινήν και μεγάλην κατοικίαν. Φαίνεται τουλάχιστον πιθανόν να γίνωνται κατ' αυτόν τον τρόπον αυτά.

Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!

Τοσαύτη δε φλοξ εγένετο, όσην ουδείς ουδέποτε μέχρι των χρόνων εκείνων είδεν αναφθείσαν υπό χειρών ανθρωπίνων· διότι, άλλως, συμβαίνει ενίοτε εις τα όρη, τα δένδρα των δασών τριβόμενα μεταξύ των υπό των ανέμων να ανάπτουν αυτομάτως και να αναδίδουν φλόγας.

Κατά τους χρόνους του Χριστού, η Γαλιλαία ήτο κέντρον δραστηριότητος δι' εθνικούς και Ιουδαίους, και περί τα τετρακισχίλια πλοιάρια διέπλεον τας όχθας της λίμνης. Διασχίζων τις την λίμνην, τον ποταμόν, ή τα όρη, έφθανεν εις Σαμάρειαν εις Συρίαν και εις Φοινίκην.

Τους αγναντεύει ο Φραβίττας και στέλνει αμέσως πλοία και τους βυθίζει. Σέρνει και φεύγει τότες ο Γαϊνάς απελπισμένος κατά τα όρη του Αίμου· μα και κει καλλίτερη τύχη δε βρήκε, μόνο τον πιάνει ο Βασιλέας των Ούνων ο Ούλδης, του κόβει το κεφάλι, και το στέλνει δώρο στον Αρκάδιο. Τέτοιο είταν το τέλος του Γαϊνά.

Αλλ' οι φαλακροί ούτοι λέγουσι, και κατ' εμέ δεν είναι πιστευτοί, ότι κατοικούσι τα όρη ταύτα άνθρωποι με πόδας αιγός, και ότι υπερβαίνων τις αυτούς φθάνει εις άλλους ανθρώπους, οίτηνες κοιμώνται έξ μήνας.