United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθω τα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ όμως τ’ άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τ’ άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Δύστυχε, καλό θα ’τανε ποτέ, ποτέ σου μη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη; Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη.

Εάν δε κανείς τυχόν τόσον ακράτητος φανή εις τον θυμόν του απέναντι των γονέων του, ώστε μέσα εις την μανίαν της οργής να τολμήση να φονεύση κανένα από τους γεννήτοράς του, εάν μεν ο φονευθείς πριν εκπνεύση συγχωρήση εκουσίως τον δράστην διά τον φόνον, ας καθαρθή ούτος καθώς οι εκτελέσαντες ακούσιον φόνον και ας κάμη όλα τα άλλα όσα κάμνουν εκείνοι και ας είναι καθαρός, εάν όμως δεν τον συγχωρήση, ας είναι ένοχος παραβάσεως πολλών νόμων ο δράστης.

Κατ' εκείνην την εποχήν η κοινωνία συνεταράχθη εις την κακότυχον αυτήν πόλιν και η ανθρωπίνη φύσις, η οποία και υπ' αυτό το κράτος των νόμων ρέπει συνήθως προς την αδικίαν, τεθείσα υπεράνω από τους νόμους, πρόθυμα εφανέρωσεν ότι ήτο ακράτητος εις την οργήν αυτής, ισχυροτέρα του δικαίου και εχθρά της υπεροχής.

Το καρυοφύλλι του Σπαθόγιαννου! είπε, στραφείς προς τους συντρόφους του. Και ως να του έβαλαν πτερά εις τους πόδας, ο νεαρός αρματωλός ετράπη ακράτητος προς το μέρος όθεν ήρχετο η εκπυρσοκρότησις. Τω όντι εκεί συνεκροτείτο πεισματώδης αγών μεταξύ των Τόσκων κ' ευαρίθμων κλεφτών.

Πρώτα οι θεοί, ίσως την καρδιά τα λόγια μουπιος ξέρει; — τ' αγγίξουν· τι πολλά μπορούν του βλάμη τα περκάλιαΕίπε και φέβγει ακράτητος. Κι' οι Δαναοί τους Τρώες 405 μ' απόφαση, ενώ πλάκωναν, προσμένουν· μα πού τρόπος πίσω ναν τους βαρέσουν πια, κιας είτανε πιο λίγοι.

το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσετην πρύμνη, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναιτον θυμό του».

Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο εκείνων φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου· η προς την δόξαν και τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς δημοσίας λειτουργίας ακράτητος ανυπομονησία της νέας ελληνικής γενεάς.

Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.

Ήδη εις την όψιν αυτού αναμνήσεις και πόθοι εγεννήθησαν και την κατεκυρίευον. Ναι, τον ηγάπα τον Στάθην ωρέγετο ακράτητος την βάναυσον ζωήν του, το άτομόν του, το εργατικόν· ανεγνώριζεν ότι δι' αυτόν και μόνον εγεννήθη, εις αυτόν έπρεπε. . . Έπειτα αυτός ήτο και της τύχης της!

Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.