Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Αλλ' αυτό το φίδι εφοβείτο, το ανθρωπόμορφον, κατά του οποίου δεν είχε ποτισθή χόρτον, προς το οποίον δεν είχε ν' αντιτάξη ειμή πείσμονα εμμονήν εις το καθήκον, κ' επί ματαίω ίσως! — Του κάκου φροντίζω· εψιθύριζεν, αποτεθαρρημένη.
Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας: — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα; — Πας 'στον παππού μ! Ηγρίευσεν η γραία. — Θα σου το πάρη το σχέδιο! Ηπείλησεν ο δήμαρχος. — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!
Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν· — Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!
Και τούτο θα εξακολουθή πάντοτε ημέραν και νύκτα, μέχρι συντελείας των αιώνων!. . — Όλο τα ίδια! αιωνίως τα ίδια!. . εψιθύριζεν ο Δημήτρης άπελπις.
Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.
Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών. Τι έλεγον; Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την χρηστοήθειαν. Επλησίασα κ' εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της θύρας. — Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να μη τον ιδή! Θ' αποθάνη! — Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης. — Ο ίδιος, απαράλλακτος!
Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχης!» Και αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.
— Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος. Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα. — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή. — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . . — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος: — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν. Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.
Και συγχρόνως επρόφθανε και εις τα μανουάλια, τα οποία έφρισσον υπό τας ληστρικάς χείρας του, κ' εψιθύριζεν, ίνα δικαιολογήται: — Οικονομία, παιδιά! Οικονομία! Σήμερα θα βγάλη και η εκκλησία το κερί που καίει όλο τον χρόνο τζάμπα ! Ήδη ο ναός επληρώθη ολίγον κατ' ολίγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν