United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψέμματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξης και τη μάνα μου ... Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέση. — Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράμματα. Το βλέμμα του Μανώλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν. Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπη, αλλ' ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν.

Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη... — Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι. — Και σαν πάρη τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καϋμός. Ένας καϋμός για τα καλά του κόσμου κ' ένας καϋμός για ταχαμνά του. — Ως που να κλείσωμε τα μάτια, Στρατή. — Πες και πως τάχωμε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα.

Από αυτό δε οδηγούμενος ο κυνηγός πλησιάζει και τον σκοτώνει με ρόπαλον. Αλλά τι τα θες; κυνήγι χωρίς τουφέκι δεν έχει κανένα γούστο. Είνε σαν να μαζεύης χόρτα. Πολύ ολίγα πράγματα όμως ήκουσεν ο Μανώλης από τας διηγήσεις του Στρατή. Διότι του απέσπων την προσοχήν αφ' ενός μεν τα παιδία τα οποία εθορύβουν εις το δώμα, εξ άλλου δε η άποψις η οποία παρουσιάζετο εκ του απέναντι παραθύρου.

Είχεν απαιτήσει από την Εφορευτικήν Επιτροπήν, την αποβολήν ως «ανεπιδέκτου μαθήσεως» του Γιαννιού του Βρυκολακάκη, του Στρατή του Χατζηδημήτρη, και δύο ή τριών άλλων, αλλ' εις τούτο εύρε την επιτροπήν αντιπράττουσαν. Έγεινε για να μαζώνουνται η κλήραις, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα.

Εγώ να ξαναμπώ στο σπίτι τω Θωμαδιανώ και να ξαναμιλήσω του Στρατή; Αυτό δε γίνεται και να το βγάλης απού το νου σου, είπεν ορθά κοφτά. — Καλά, είπε και ο Σαϊτονικολής, ας έρθη ο καιρός που πρέπει και τα ξαναλέμε. Να μη ξεχνάς μόνο πως εγώ την Πηγή θέλω να κάμω νύφη. Εν τω μεταξύ ο Τερερές ανεθάρρησε διά να υποβάλη εκ νέου τας προτάσεις του εις τον Θωμάν.

Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.

Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα. Του είπεν ο φούρναρης. Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην. Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.

Αλλά μη δεν ήτο αρκετός λόγος διά να την μισήση ότι ήτο αδελφή του Στρατή και θυγάτηρ του Θωμά; Ηγάπα λοιπόν ή ήθελε ν' αγαπά την θυγατέρα της χήρας, διά να σκάσουν οι Θωμαδιανοί, ως έλεγεν· αλλά και του ήρεσε διότι ήτο μικροκαμωμένη, λευκή, αβρά, ξανθή και γαλανή, δηλαδή όλως ανομοία προς αυτόν, τον γίγαντα, τον ηλιοψημένον και μελανόφθαλμον.

— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγη καθ' εαυτόν, δεν θα πάρω το Στρατή, ετσά που το λέει κ' η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήση νάρθη. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου. Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του.

Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχηςΚαι αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.