United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι κάθε βράδυ, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κύτταζε τάστρα τουρανού κι' άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες χωρίς να τις καταλαβαίνη.

Άλλως τε τώρα και αυτή βοηθούσα τον Στρατήν εις το θέρισμα και το αλώνισμα ολίγον έμενεν εις το χωριό. Πλησίον δε του Στρατή ήτο περισσότερον απροσπέλαστος παρά πλησίον του πατρός της. Απελπισία και αγανάκτησις αγρία κατελάμβανε διαδοχικώς τον Μανώλην.

Προς τι; Θα ήκουε τα ίδια και τα ίδια, θα εθύμωνε και Κύριος οίδε που ηδύνατο να τον φέρη ο θυμός. Και πάλιν μετ' ολίγας ημέρας θα είχαν τα ίδια, ένεκα της αυστηρότητος του Θωμά ή της δυστροπίας του Στρατή, διότι δεν ήτο δυνατόν να ζητήση από τους ανθρώπους να του αφήσουν την ελευθερίαν την οποίαν ήθελε.

Την ηκολούθησε μέχρι του κήπου όπου μετέβαινεν. Όταν δε η Πηγή απέσυρε το «πορόκλαδον», το οποίον απέφρασσε την είσοδον του λαχανοκήπου, το χέρι της έτρεμε. Τόσον την εφόβιζεν η αποφασιστικότης η οποία ήστραπτεν εις τα μάτια του Μανώλη και τόσον την ανησύχει ο κίνδυνος της εμφανίσεως του Στρατή, ώστε της ήρχετο ορμή να τραπή εις φυγήν.

Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα. — Ο Θεός να δώση, Στρατή. — Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνηΘεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε.

Η Πηγή άλλως τε σπανίως εφαίνετο πλέον εκεί. Συνώδευε και εβοήθει τον αδελφόν της εις τας αγροτικάς εργασίας όπου εψήνετο καθ' όλην την ημέραν υπό του ηλίου και εμαστίζετο υπό της βροχής, ενίοτε δε και υπό του Στρατή. Όταν ενόησε το λάθος του ο Μανώλης ήτο πλέον αργά.

Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο είς εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είνε πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανώλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθη χωρίς να είνε βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε νακούση την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Γιάιντα; ηρώτησεν ο Στρατής, όστις την στιγμήν εκείνην ετοποθέτει το τουφέκι του εις τον τοίχον. Συγχρόνως εστράφη και η Πηγή εκ της εστίας. — Τον μπελά μου βρήκα με τον Τερερέ ... Εις το άκουσμα του ονόματος του Τερερέ, διά μιας η μορφή του Στρατή επανήλθεν εις την προτέραν τραχύτητα.

Η Ρηγινιώ εσκέφθη να διερευνίση πάλιν και να εκμεταλλευθή το μίσος του υιού της κατά του Τερερέ και του Στρατή και, διά να τον συγκινήση υπέρ της Πηγής, του διηγήθη όσα υπέφερεν η δυστυχής κόρη χάριν αυτού. Τωόντι δε οι λόγοι της Σαϊτονικολίνας δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μανώλης έγινε σύννους και εψιθύρισε λόγους απειλητικούς κατά του Τερερέ και του Στρατή.