United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταξιδέψαμε νύχτα με τη γυναίκα μου· μεσάνυχτα φύγαμε από τη Ζαγορά, και δεν ξέρετε τι μαγεφτικά που είτανε με το φεγγάρι. Πουθενά δεν είδα τέτοιο θέαμα μοναδικό· βουνά και θάλασσα μαζί, πελώρια και τα δυο. Τάχει αφτά μόνο η Θεσσαλία. Καλός ο τόπος κ' η φιλοξενία χρυσή.

Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Όταν φύγαμε από την Ιρλανδία πήραμε καθεμία, σαν το πολυτιμότερο στολίδι, ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι, ένα πουκάμισο για την νύχτα των γάμων μας. Στη θάλασσα, συνέβη να σχίση η Ιζόλδη το γαμήλιο πουκάμισό της, και τη νύχτα των γάμων της, της εδάνεισα εγώ το δικό μου. Φίλοι, να όλο το άδικο που της έκαμα.

Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα. — Ο Θεός να δώση, Στρατή. — Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνηΘεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε.

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ. Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει. — Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω. — Να φύγω· το λογαριασμό. Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι;