United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.

Διότι πώς θα με κατηγορείς δι' αυτό ως βαρβαρίζοντα εις την γλώσσαν, επειδή είπα περί σου ότι είσαι όμοιος με αποφράδατωόντι δε την ημέραν εκείνην ενθυμούμαι ότι παρωμοίασα την διαγωγήν σου προς την τοιαύτην ημέρανεκτός αν σου είνε παντελώς άγνωστος η λέξις; Αλλά την σημασίαν της λέξεως ταύτης θα σε διδάξω μετ' ολίγον• τώρα δε σου λέγω εκείνο το οποίον είπεν ο Αρχίλοχος, ότι έπιασες τέττιγα από το πτερόν, εάν έτυχε να γνωρίζης την ύπαρξιν ενός σατυρικού ποιητού Αρχιλόχου ονομαζομένου και εκ Πάρου καταγομένου, όστις διεκρίνετο διά την ανεξαρτησίαν του φρονήματος και την ελευθερίαν της γλώσσης, και δεν εφοβείτο να κατακρίνη ό,τι δήποτε, ούτε εσκοτίζετο αν θα ελύπει υπερβολικά τους κινούντας την χολήν των στίχων του.

ΠΥΘ. Αλήθεια, αυτό είπα, Λυσία. ΛΥΣ. Πώς θέλεις να την υποφέρω, Πυθιάς, αυτήν την Ιόεσσαν που τώρα κλαίει, αφού την έπιασα να κοιμάται με ένα νέον και να μου κάνη απιστίες; ΠΓΘ. Μα τέλος πάντων, Λυσία, μη λησμονής ότι είνε εταίρα. Αλλά πότε την έπιασες να κοιμάται με άλλον; ΛΥΣ. θα είνε έξ μέρες τώρα• έξ βέβαια, αφού ήτο δευτέρα του μηνός και σήμερα έχομε εφτά.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Την Αφροδίτη έπιασες, δυστυχισμένη, πάλι; Λαμπρά θα τα κατάφερνες και στη Βουλή απάνω, το ίδιο αν σου ξέφευγε. Α’ ΓΥΝΗ Μπα, δεν το ξανακάνω, ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το νου σου, και φορές πολλές μη συνηθίσης να το λες.

Ήρθες κ' έπιασες το χέρι μου και κάθησες κοντά μου και δεν αιστάνθηκα πως είμαι ευτυχισμένη όπως άλλοτε. Γιατί ήξερα πως καθημερινά στοχαζόμουνα πως μπορούσα να πεθάνω και να χωριστώ από σένα. Ήθελα να το κάμω μόνη μου, Γιώργο.

Που θα πη, μωρέ γυναίκα, μοιάσαμε τους Οβριούς στην κακοτυχιά· είπε ο γέρω Μαλαματένιος στη γριά του, απιθόνοντας κάτω ένα πόδι αργαλειού. — Φτου τσ' αντίχριστους! μη μου τους μελετάς! φώναξε κείνη αγαναχτησμένη. Σε καλό σου, γέρο! Τι σούρθε κ' έπιασες να μας παρομοιάσης με τσ' αλάδωτους!... — Τ' έπαθα, λέει! τ' έπαθα!

«Πρέπει να τον βγάλωμεν έξω από το κοφίνι. Είναι, να τρελλαθή κανείς, όπως γουρλώνει τα μάτια του. Αλλά πώς ημπόρεσες και τον έπιασες;» Ο Ρούντυ διηγήθη και ο μυλωθρός άνοιγε διαρκώς τα μάτια του μεγάλα από έκπληξιν. — Με την τόλμην σου και την ευτυχίαν σου ημπορείς τρεις γυναίκες να θρέψης, είπεν ο μυλωθρός. — Σας ευχαριστώ! . . . είπεν ο Ρούντυ.

Όταν τη νύχτα έφευγα από σένα, άμα έβγαινα απ' την πόρτα σου εστέκετο αντικρύ μου. Με πόση μέθη τον έβλεπα συχνά! συχνά με σηκωμένα χέρια το πήρα για σημάδι ιερό για την ευδαιμονία που τότε είχα! και ακόμη . . . Καρολίνα! τι δεν μου θυμίζει άπληστα μύρια ασήμαντα πράγματα που συ έπιασες, αγία μου! «Αγαπητό σκιαγράφημα! Σου το αφίνω κληρονομιά, Καρολίνα σε παρακαλώ να το τιμήσης.

Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ. Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει. — Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω. — Να φύγω· το λογαριασμό. Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι;

Τα περικάλια τότε ο γιος αρχίζει του Πριάμου 73 «Σπλαχνιά, Αχιλέα μου, αν θεούς λατρέβεις, σε ξορκίζω· χάρη μου πρέπει, ισόθεε, που σαν προστάτη σ' έχω. 75 Τι εγώ απ' το χέρι σου ψωμί πρωτόφαγα στα ξένα, σα μ' έπιασες μες στ' όμορφο μετόχι και στη Λήμνο με πήγες και με πούλησες αλάργα απ' τους γονιούς μου, μακριά από φίλους, κι' εκατό βιος σούφερα βοδιώνε.