United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλειο παντριγές, μουδέ πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως. — Να τα! ... Και πώς σούρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Μην 'πά και μάλωσες πάλι με το Στρατή; — Δεν εμάλωσα με κιανένα. . μα δε θέλω να ξανακούσω τόνομά του μουδ' αυτουνού μουδέ τσ' αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλειο να τσοι κατέχω.

Που θα πη, μωρέ γυναίκα, μοιάσαμε τους Οβριούς στην κακοτυχιά· είπε ο γέρω Μαλαματένιος στη γριά του, απιθόνοντας κάτω ένα πόδι αργαλειού. — Φτου τσ' αντίχριστους! μη μου τους μελετάς! φώναξε κείνη αγαναχτησμένη. Σε καλό σου, γέρο! Τι σούρθε κ' έπιασες να μας παρομοιάσης με τσ' αλάδωτους!... — Τ' έπαθα, λέει! τ' έπαθα!

Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου

Δε μου λες, ορέ Πέτρο· είπε κρατώντας τα λόγια στα δόντια του. Τι σούρθε και πάτησες τον τόπο μου ; Με πήρες για πεθαμένον ορέ κ' έτρεξες να με κληρονομήσης ; — Όχι, αφέντη μου· αποκρίθηκε ο Πέτρος με ξεψυχισμένη φωνή, προσκυνώντας τον πάλε. Εγώ δεν πήγα να σου πατήσω τον τόπο. Δε μ' έφτανε ο δικός μου και πέρασα να σπείρω λιγάκι, να χορτάσουν τα παιδιά μου ψωμί.

Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας. — Μαπώς σούρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανώλης. — Μα θάχης μια αφορμή. Δε μας τη λες; — Δεν έχω πράμμα, μόνο δε θέλω να τσοι κατέω μπλειο τσοι Θωμαδιανούς. Αυτό 'νε. — Τσοι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζή; — Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμμιά. — Κιαμμιά!