United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μου λες, ορέ Πέτρο· είπε κρατώντας τα λόγια στα δόντια του. Τι σούρθε και πάτησες τον τόπο μου ; Με πήρες για πεθαμένον ορέ κ' έτρεξες να με κληρονομήσης ; — Όχι, αφέντη μου· αποκρίθηκε ο Πέτρος με ξεψυχισμένη φωνή, προσκυνώντας τον πάλε. Εγώ δεν πήγα να σου πατήσω τον τόπο. Δε μ' έφτανε ο δικός μου και πέρασα να σπείρω λιγάκι, να χορτάσουν τα παιδιά μου ψωμί.

Κατά τις οχτώ η ώρα την αβγή, που εσήμανε της Επιστασίας το κουδούνι νανοίξουν τα δωμάτια, να βγούνε στον περίπατο μες το κατάστενο για τόσον κόσμο προάβλιο οι φυλακισμένοι· ο Βλαχογιώργος, αρχιφύλακας και σήμερα πάλι, κρατώντας στο χέρι κρεμασμένα μιαν αρμαθιά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα απ το πολύ το τρίψιμο και τ' ολημερινό ανοιγόκλειμα, διαβαίνοντας με τον Επιστάτη μαζί μπροστά στις σιδερόφραχτες τις πόρτες των κελιών, — που σκοτεινά και ανήλιαστα εφάνταζαν υγρές και κρυερές σπηλιές στης τάπιας της ολόχοντρης τα βαρυθέμελα τειχιά ανοιγμένες, και έσφιγκαν θανατικά στα βρώμικα τα βάθη τους, ένα φουρκί τόπον εκεί, ολόκληρον κόσμον πεθαμένον κι ολοζώντανο·έστρυφτε στα βαριά λουκέτα τα κλειδιά, έσερνε με κρότον πολύ και τους βαριούς τους μάνταλους· άνοιγε τις σιδερόφραχτες τις πόρτες που έτριζαν στις ρίζες τους χοντρές και βαρυκίνητες, κ' εφώναζε αδιάκοπα διαβαίνοντας από πόρτα σε πόρτα, με τον Επιστάτη ξοπίσω·

Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου.

Γιατί καθώς εμάνιωσεν, απ’ τον πυλώνα μπαίνοντας, στο κρεββάτι της το νυφικό της επήγε, ξερριζώνοντας με τα δυό χέρια την κόμη της, κι αφού ’κλεισε τις θύρες όλες, τον πεθαμένον Λάιον επικαλείτο καθώς τους παλαιότατους θυμόταν γάμους, που εμέλλανε τον Λάιον να θανατώσουν κι αυτήν να την αφήσουνε την Ιοκάστην παιδιά με τα ίδια της παιδιά να ξανακάμη.

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.