United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στρέφει προς το νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της. Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον ζώον!

Ο μέγας χριστιανός ποντίφηξ, περί του οποίου σας ωμίλησα, κύριε, τον οποίον επερίμενον πολύ αργότερα, αφίκετο ήδη, απόψε θα βαπτίση και θα κηρύξη εις το νεκροταφείον τούτο. — Η γενναιοδωρία μου δεν θα διαψεύση τας προσδοκίας σου· εν τοσούτω θα έλθης απόψε μετ' εμού εις το Οστριανόν. — Εις το Οστριανόν! επανέλαβεν ο Χίλων, όστις δεν είχε την ελαχίστην επιθυμίαν να υπάγη.

Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων. — Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε , να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;

Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου.

Το νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ' Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού το μέρος, ίσως παρετηρήσατε έν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον εκείνην έκτασιν.

Οδηγόν έχων την αλάνθαστον ρίνα του και οτέ μεν την γην, οτέ δε τον άνεμον οσφραινόμενος, κατώρθωσε ν' ανεύρη και ν' ακολουθήση την οδόν προς το νεκροταφείον.

Δεν είνε άραγε τρόπος; διανοείται ο Περδίκης, και γίνεται αυτός μεν σκεπτικώτερος, το δε βήμα του βραδύτερον. Περικάμπτει ούτω το αγγλικόν νεκροταφείον, φθάνει εις το απέναντι αυτού μικρόν καφενείον, και βλέπων, ότι τα τραπέζιά του είνε εντελώς έρημα, κάθηται αυτομάτως εις έν εξ αυτών. Ο Περδίκης τρελαίνεται διά ναργιλέν· αλλ' ουδέ καν συλλογίζεται να τον διατάξη.

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.

Γιατί όμως να μη κάμη το κέφι του κι' ο αμαξάς, αφού έχει κι' εκείνος προστασία, τα δικαίωμα δηλαδή να μας σακατεύη με το αμάξι του, καθώς ο χασάπης κι' ο μανάβης να μας αρρωστούν με τη σαπίλα και την αποφορά τους; Αξαπλώνοντας το πέμπτο μου παιδί κοντά εις τ' αδέλφια του, εσυλλογούμουν με πίκρα και με καϋμό, πως εις το νεκροταφείον της Βάθειας δεν θα είχα ούτε καν την παρηγοριά να σκάψω το λάκκο κανενός υπουργού, βουλευτή, νομάρχη, δημοτικού συμβούλου, ή άλλου προστάτη των φονιάδων, γιατί όλους αυτούς τους πηγαίνουν εις το αρχοντικό νεκροταφείο.

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;