United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θειά-Αρετώ η Χρονιάρα είπε να κατεβάσουν διά σχοινίου μεγάλην υπερμεγέθη κοφίναν, και να σείουν το σχοινίον τοιούτω τρόπω, ώστε να είνε ελπίς να έμβη τέλος η μία γίδα πρώτον, είτα η άλλη, μέσα εις την κοφίναν, και ούτω να τας ανασύρουν την μίαν μετά την άλλην. Η θειά-Αρετώ διηγείτο ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή εις τον παππούν της προ εξήντα χρόνων, και ότι το μέσον τούτο επέτυχε τότε.

Τι να κάμη; Πώς να περάση τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι εσοφίσθη; Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παππάδες όταν κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβή κανείς και να περάση ως καλικάντζαρος, επειδή το εκαλούσαν η ημέραις, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας.

Τα στέφανα του γάμου και τα βαπτιστικά κουκούλια του μικρού παιδιού, τα είχε φέρει εις τον ναΐσκον η θειά-Αρετώ, η Χρονιάρα, η αφιλοκερδής νεωκόρος και πρόθυμος διακοσμήτρια όλων των εξωκκλησίων.

Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν: — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!...

Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων. — Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε , να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;

Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'ης αυτά, καμμιά φορά; — Είναι καλά τα νειάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν είμουν νεια, τράβηξα ξενιτειές και ξενιτειές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δέκα πέντε με τον μακαρίτ' τον γέροντά μου, χωρίς να μου λείψη ποτέ το δάκρυ από το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν.

Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο; Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.

Η φωτιά έκαιγε γλυκάγλυκά, κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού.

Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα!

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.