United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.

Ιδών τον Βράγγην διερχόμενον και φέροντα επί των ώμων την περίφημον φλοκάταν, ήτις ήτο προωρισμένη να καλύψη το ατημέλητον διασήμου πολεμάρχου και παραστήση αυτόν ευπρεπή εις τας όψεις του κόμητος, του μέλλοντος να καταπλεύση την επιούσαν μετά του υπ' αυτόν στόλου και κομίση την ευδαιμονίαν εις τους κατοίκους της Ρόδου, ιδών την ατονίαν μεθ' ής εβάδιζεν ο Βράγγης, ενόησεν ότι ήτο κεκμηκώς και συμπεράνας ότι έμελλε να σταθή μετ' ολίγον όπως αναλάβη δυνάμεις παρηκολούθησε μακρόθεν αυτόν.

Ο Βούγκος είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς, αλλ' επειδή ήτο κεκμηκώς, διότι είχεν εργασθή όλην την ημέραν, εβαρύνετο να εγερθή και εσκέπτετο αν ήτο ορθόν να τους κλείση πάλιν. Η δε Γύφτισσα είχεν αναγγείλει την αφύπνισίν της διά τελευταίου και παρατεταμένου ρογχασμού, όστις εχρησίμευεν αύτη ως τρόπος μεταβάσεως από του ύπνου εις την εγρήγορσιν.

Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος. Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του.

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

Τοιούτος ήτο ο Αγοβάρδος, αδάμας εν μέσω χαλίκων, κύκνος εν μέσω κοράκων, στίλβων εν τω σκότει του ενάτου αιώνος ως μαργαρίτης εις την ρίνα χοίρου . Απαντήσας αυτόν, ενώ μετά κόπου και αηδίας ανεκίνουν τον βόρβορον του ενάτου αιώνος, ηθέλησα ν' αναπαυθώ επί τινας στιγμάς πλησίον του, ως ο κεκμηκώς Άραψ παρά την πηγήν της ερήμου.

Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του. Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι άπαιδες άρχοντες.

Ήτο μεσημβρία, και ο Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Τότε η μοναξία Του διεκόπη διά της εμφανίσεως μιας γυναικός.