United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανήλθε διά να εργασθή άπαξ ακόμη εις την μικράν γωνίαν όπου τα βήματά Του είχον παρακολουθήσει τόσαι χαίρουσαι χιλιάδες, κρεμάμεναι εν βαθεία σιωπή εις τα αθάνατα χείλη Του.

Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον, έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται με χαράν, και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο! Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων Οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κ' εκείνος: — Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου!

Μήπως λοιπόν τάχα δεν είναι έν από τα ωραιότερα πράγματα το ζήτημα των θεών, το όποιον μάλιστα με προσοχήν εξετάσαμεν, δηλαδή ότι υπάρχουν και πόσην δύναμιν φαίνεται ότι έχουν, και πόσον είναι δυνατόν να εννοηθούν αυτά από τους ανθρώπους, και ότι εις μεν τους περισσοτέρους πολίτας επιτρέπεται να συμμορφώνωνται με την γνώμην μόνον των νόμων, από όσους όμως πρόκειται να λάβουν μέρος εις την φύλαξιν αυτών ότι δεν πρέπει να επιτραπή τούτο εις εκείνον όστις δεν ήθελεν εργασθή επιμόνως διά να αποκτήση πλήρη πεποίθησιν περί της υπάρξεως των θεών; Η δε απαγόρευσις να συνίσταται εις το να μη εκλέγεται μεταξύ των νομοφυλάκων όστις δεν είναι θείος και δεν κατέγινε πολύ εις αυτά, ούτε πάλιν ανήκει εις τους διακρινομένους διά την αρετήν των.

Ο Βούγκος είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς, αλλ' επειδή ήτο κεκμηκώς, διότι είχεν εργασθή όλην την ημέραν, εβαρύνετο να εγερθή και εσκέπτετο αν ήτο ορθόν να τους κλείση πάλιν. Η δε Γύφτισσα είχεν αναγγείλει την αφύπνισίν της διά τελευταίου και παρατεταμένου ρογχασμού, όστις εχρησίμευεν αύτη ως τρόπος μεταβάσεως από του ύπνου εις την εγρήγορσιν.

Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον; Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή. Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον.

Τότε, πρώτα-πρώτα, ο Μιστόκλης ως έξυπνος όπου ήτο, επιθυμών να εργασθή πλέον εν τη πόλει, την οποίαν ως όνειρον έβλεπε πάντοτε από την κορυφήν του Λυκαβητού, να δράση και να προοδεύση, ως έβλεπεν από του ύψους εκείνου ότι έδρα και προώδευε κάτω τόσος κόσμος, εζήτησε κ' εύρε την παρά του Θεού ορισθείσαν τω ανθρώπω βοηθόν και σύντροφον εν τω βιωτικώ αγώνι και ήλθεν εις γάμον.

Αλλ' οσάκις πτωχός, δυνάμενος οπωσδήποτε να εργασθή, παρουσιάζετο ζητών ελεημοσύνην, — Διατί δεν εργάζεσαι ; ήσαν οι πρώτοι λόγοι του ιερέως. Μετ' αυτούς δε αμέσως επρόσθετεν — ο δυνάμενος και μη θέλων να εργασθή είναι ανάξιος ελεημοσύνης .

Οσάκις ο βαρώνος εκλείετο εις το σπουδαστήριόν του διά να εργασθή, ο Θωμάς εγκαθιδρύετο επί των γιγαντιαίων τόμων της αρχαιολογίας του Βισκόντι και δεν επέτρεπε την είσοδον παρά εις μόνους τους συναδέλφους του κυρίου του εν αρχαιολογία.

Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.

που μου ορθώνει τα μαλλιά με την εμφάνισίν τουκτλ. Αλλ' ο Μάκβεθ δεν είναι εκ των αφινόντων εις την τύχην την φροντίδα του να εργασθή, υπέρ εαυτών, η δε τύχη φαίνεται προδιατεθειμένη να εξαπατήση τας ελπίδας του, εάν αφεθή εις αυτήν και μόνην.