United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παππάς, την ορμηνεύει να πη μέσα της τρεις φοραίς: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ', δάκω τη γλώσσα σου». Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα. Ό Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην, επλησίασεν ως την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν έπρεπε ν' απέλθη. Αλλ' ουχ' ήττον επανήλθε πάλιν εις την θέσιν του και εκάθησεν.

Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτηΑυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι, και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι, ή ν' αφίνωσι παράδοξον εντύπωσιν.

Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του·Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε. — Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν.

Ο χωρικός ωδήγησε τότε τον ξένον του εις το δωμάτιον, όπου ητοιμάζοντο να κοιμηθώσι τα τέκνα του· τον παρεκάλεσε δε να περιμείνη μίαν στιγμήν, και αμέσως έτρεξε να ίδη, πώς είναι η πάσχουσα σύζυγός του· μετ' ολίγον δε επανήλθε φέρων προς τον ξένον άρτον και λάχανα ξυνά, μη έχων καλλιτέραν τροφήν να τω προσφέρη.

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν ησθάνθη. Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ.

Δεν τον γνωρίζω. — Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας. — Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν; — Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον. — Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου; — Ναι. — Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς. — Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον.

Μετά διαμονήν μηνών τινων εις την πόλιν πλησίον ενός θείου της, επανήλθε με νέα δικαιώματα να υπερηφανεύεται και να περιφρονή χωριάτισσες και χωριάτες, από τους οποίους δεν την εχώριζον τώρα μόνον φυσικά, αλλά και επίκτητα χαρίσματα. Από την χώραν το Μαρούλι επέστρεψε με νέα ενδύματα, νέους τρόπους, νέαν γλώσσαν, νέον όνομα και νέαν μύτην.

Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε. — Δεν έφυγαν . . . εκεί είναι κ' οι τρεις. — Τώρα ένα πράμμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μβαίνω εδώ, ή όχι . . . .

«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου