Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Και ο αράπης, μπογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους αγρίους οδόντας του την κωπαστήν, καβαλαρωμένος επάνω, φύλαξ άγρυπνος της κοιμωμένης θαλασσονύμφης, κι' εξέβαλεν ενίοτε μετ' ωρυγών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζον δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ' εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.
Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη;» Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι, και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι, ή ν' αφίνωσι παράδοξον εντύπωσιν.
— Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.
Ότε δε είδεν αυτόν επιβάλλοντα αυθάδη χείρα επί της κοιμωμένης δούλης του, αι παρειαί αυτού ηρυθρίασαν εκ της οργής, ως αι της εν Λωρέτω Παναγίας, οσάκις ασπάζονται αυτήν ασεβή χείλη, η κεφαλή του εσείσθη απειλητικώς και το έλαιον της λυχνίας ανέβρασε μεθ' ορμής.
Οι οφθαλμοί αυτού υγραίνοντο, οι ρώθωνες διεστέλλοντο, ήνοιγε και πάλιν έκλειε το στόμα, λείχων ελαφρώς τα εύοσμα εκείνα φύλλα διά του άκρου της γλώσσης, ως εραστής τας χείρας της κοιμωμένης φίλης του, φοβούμενος μη την εξυπνίση.
Αλλά τότε ο Μάχτος τω απήντησεν: «Ας κοιμηθή καλλίτερα! Πόσον θα υπέφερεν η δυστυχής! » Εν τούτοις ο Θευδάς έμεινε, στηριχθείς όρθιος επί της παραστάδος της θύρας. Ο Μάχτος αδιαφορών αν ήτο αυτός παρών, προέβη προς το μέρος όπου έκειτο η Αϊμά, και εγονυπέτησε πλησίον αυτής. Έλαβε την χείρα αυτής κοιμωμένης και την ησπάσθη μετά σεβασμού.
Υπαγορεύσατέ μοι διά σημείου μαντικού, δι' οιωνού ή και διά νυκτερινής όψεως την ευμενή υμών απόφασιν, μέχρι της ανατελλούσης ημέρας. Και ταύτα ειπών ο Πλήθων ανωρθώθη. Επανήλθε προς την θύραν, χωρίς να ρίψη άλλο βλέμμα επί της κοιμωμένης Αϊμάς, έλαβε το ιμάτιόν του, και εξήλθε κλείσας την θύραν. Ο Πρωτόγυφτος, όστις υπεκρίνετο ότι εκοιμάτο, ήνοιξε τους οφθαλμούς, και έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον.
Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.
Κοιμωμένης εκείνης, πάσα η μέριμνα του Μάχτου αφιερούτο εις το να προλάβη μήπως την ενοχλήση τις. Είχε δε μεταβληθή σήμερον και η τάξις του βίου εν τη καλύβη. Επειδή όλη η εργασία ήτο αφιερωμένη εις την μεγάλην παραγγελίαν του οψιφανούς πελάτου, δεν εξετέλουν πλέον συχνάς εκδρομάς προς πώλησιν, ουδ' ειργάζοντο από του μεσονυκτίου. Η εργασία ήρχιζε περί όρθρον βαθύν και διήρκει όλην την ημέραν.
Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας, της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτός ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν