Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Τι παραγγελίαν; — Ένα γράμμα. — Αυτό γίνεται. Ο ξένος εξέβαλεν εκ του κόλπου του μικρόν φάκελλον και το ενεχείρισεν εις τον Τρέκλαν. Ούτος λαβών αυτόν είπεν· — Αύριον θα φροντίσω, ησύχασε. — Ω, να είξευρες πόσον καλόν θα μου κάμης! Και τω έδωκε δεύτερον νόμισμα. — Ω, ω, είπεν ο Τρέκλας, ήρχισε βλέπω να φέγγη. Και εστράφη κωμικώς προς ανατολάς, ως να εζήτει να ίδη αν υπέφωσκε πράγματι η ημέρα.
Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.
— Τον βλέπεις εκεί! εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας, εκδηλών επί τέλους το παράπονόν του. Να είναι ερωτευμένος και να το έχη κρυφόν από τον φίλον του! Να μη του εκμυστηρευθή τον πόνον του! Ας ήμην εγώ και έβλεπες. Άλλο δεν θα ήκουες παρά τους αναστεναγμούς μου! Και εξέβαλεν έν Αχ, ερωτικόν δήθεν, από τα ευρέα στήθη του.
— Και τι έχει; — Κρυόνει θανατηφόρως. — Τύλιξέ την μ' αυτό. Ο ιππεύς εξέβαλεν εκ του μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα και το έρριψεν εις τον Βράγγην. Ούτος δε έσπευσε να περιτυλίξη το σώμα της κόρης. — Αλλ' ειπέ με δύο λέξεις τι συνέβη, επανέλαβεν ο ιππεύς. Άλλος εκ των ιππέων εξέβαλε φιάλην εκ του κόλπου του και την έδωκεν εις τον Βράγγην. — Δος της να μυρισθή αυτό, είπεν.
Είτα πτύσας εις τας παλάμας του και τρίψας προς αλλήλας τας χείρας, εκρεμάσθη εις το βάθος του κοιλώματος, κρατών ηρέμα το σχοινίον. Ότε έφθασεν εις τον πυθμένα, εξέβαλεν εκ του κόλπου του τον πυρίτην λίθον, τον χάλυβα και την ίσκαν και ήναψε δάδα. Ερευνών εις τα υποχθόνια εκείνα σκότη, εύρε δυο ή τρία αγάλματα θεών, τον Απόλλωνα, την Ήραν και τον Δία.
Το παιδίον πλήρες χαράς έρριψε το ρίζι εν τη χύτρα, αφού εξέβαλεν επί κυάθου τα εντόσθια και την κεφαλήν, μοσχοβολούντα ηδονικώς· έλαβε την λύραν του, έκαμε τον σταυρόν του, και ήρχισε το άσμα των Χριστουγέννων. Η γραία ήτο εν τη εκκλησία.
— Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.
Και ο αράπης, μπογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους αγρίους οδόντας του την κωπαστήν, καβαλαρωμένος επάνω, φύλαξ άγρυπνος της κοιμωμένης θαλασσονύμφης, κι' εξέβαλεν ενίοτε μετ' ωρυγών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζον δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ' εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.
Είς των συντρόφων του Θεοδώρου εξέβαλεν εκ του κόλπου του ίσκαν και πυρίτην λίθον και ανήψε δάδα, εκράτησε δε αυτήν εις απόστασίν τινα από της μορφής του άρχοντος. Ούτος απεσφράγισε τότε την επιστολήν και ανέγνω.
Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του. Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον. — Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν