United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν άγκυραν σωτηρίας.

Ιπποκράτης Και εκείνος είπεν, αφ' ου εκοκκίνισεδιότι πλέον ήρχισε να φέγγη η ημέρα, ώστε αυτός εφαίνετο καθαράεάν μεν ομοιάζη τούτο κατά τι με τα προηγούμενα, διά να γείνω, εννοείται, σοφιστής. Σωκράτης Συ δε, είπον εγώ, διά το όνομα των θεών, δεν θα εντρέπεσαι να παρουσιάσης τον εαυτόν σου εις τους Έλληνας ως σοφιστήν;

Μαρέσει μέσατη φωτιά να βλέπω το σπαθί μου Να φέγγη, να σπιθοβολή, να μη θολόνη εμπρός σας.

Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φωςτην λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.

Ήρχισεν ήδη να φέγγη και κατεβήκαμεν εις τον ποταμόν διά ν' αναχωρήσωμεν. Είχε δε ετοιμασθή κατά παραγγελίαν του πλοίον και σφάγια διά θυσίαν και υδρόμελι και άλλα χρήσιμα διά την τελετήν. Επιβιβάσαντες δε όλα αυτά τα εφόδια εισήλθαμεν και ημείς και βαίνομεν αχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες.

Να θέλη και καλά, να το κάμη να μιλή, να φέγγη, ν' αστράφτη!... Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν' ασβεστώνη τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζη!... Μ' έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια... Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά... Τακούτε σεις!... Οι βουτηχτάδες, οι Καλύμνιοι, οι Αιγηνίτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή από μένα... Μάθανε τώρα το δρόμο, και πηγαίνουν τα ίσαστο σπίτι. «Σφουγγάρια καλά!

Τι παραγγελίαν; — Ένα γράμμα. — Αυτό γίνεται. Ο ξένος εξέβαλεν εκ του κόλπου του μικρόν φάκελλον και το ενεχείρισεν εις τον Τρέκλαν. Ούτος λαβών αυτόν είπεν·Αύριον θα φροντίσω, ησύχασε. — Ω, να είξευρες πόσον καλόν θα μου κάμης! Και τω έδωκε δεύτερον νόμισμα. — Ω, ω, είπεν ο Τρέκλας, ήρχισε βλέπω να φέγγη. Και εστράφη κωμικώς προς ανατολάς, ως να εζήτει να ίδη αν υπέφωσκε πράγματι η ημέρα.