United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πού να εύρη τόσον υψηλήν κλίμακα, και πόθεν ηδύνατο να την πορισθή, ή πόθεν να την μεταφέρη; Είτα εδοκίμασε το ικανώς αλλόκοτον εκείνο μέσον, της βαθμιαίας διατρήσεως και αναρριχήσεως του τείχους. Ευρίσκετο δε ήδη εις την τρίτην νύκτα, και η εργασία δεν προέβαινε πόρρω, καθ' ην εσπέραν συνήντησε τον Τρέκλαν και εγνωρίσθη μετ' αυτού.

Από σε ελπίζω να με συντροφεύσης εις τον έρημον τούτον κόσμον, και να με βοηθήσης να ζήσω την ζωήν μου, Αϊμά, και αν αποθάνω, να αποθάνω εις τους πόδας σου. Ο αδελφός σου, Μάχτος». Η ανάγνωσις αύτη ενεποίησεν αλλόκοτον εντύπωσιν εις τον Τρέκλαν, και άκων εψιθύρισεν·Αδελφή του! Με πόσον πόνον γράφει!... Και είνε αδελφή του. Α! ειξεύρω τι αδελφή του είνε!

Και ο Μάχτος αποχαιρετίσας τον Τρέκλαν απεμακρύνθη. Άξιε Μάχτο! Το αντικλείδιον. Και όταν αναλογισθή τις ότι, διά να δώση εις τον Τρέκλαν το μέτριον εκείνο χρηματικόν ποσόν, είχεν αναγκασθή να κλέψη τον θησαυρόν του πατρός του, έγκλημα ού πρώτην φοράν ελάμβανε πείραν!

Ο Πλήθων εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, και είτα, αποταθείς προς τον υπηρέτην του·Κάλεσόν μοι ενταύθα τον οδηγούντα τους στρατιώτας, είπεν. Ο Θευδάς απήλθεν εν τω άμα εις τον στρατιωτικόν σταθμόν, όπως καλέση τον διοικητήν της φρουράς. Εν τω μεταξύ ο Πλήθων εξήταζε τον Τρέκλαν περί τινων άλλων περιστάσεων της αποδράσεως. Αλλ' ουδεμίαν πληροφορίαν κατώρθωσε παρ' αυτού να λάβη.

Ο Τρέκλας τον εθώπευσε, τον έλαβεν από των δυο προσθίων ποδών, ένυξε τους πόδας του, είτα την ουράν, κατ' ιδιάζοντα τινα τρόπον γνωστόν εις μόνον τον Τρέκλαν. Το ζώον αισθανθέν δριμείαν οδύνην, ήρχισε να εκπέμπη τρομερούς και παρατεταμένους ολολυγμούς, και οι πέριξ βράχοι αντήχησαν. Ο Θευδάς κατεπτοήθη. — Τι είνε; Τι είνε; έκραξεν.

Τι παραγγελίαν; — Ένα γράμμα. — Αυτό γίνεται. Ο ξένος εξέβαλεν εκ του κόλπου του μικρόν φάκελλον και το ενεχείρισεν εις τον Τρέκλαν. Ούτος λαβών αυτόν είπεν·Αύριον θα φροντίσω, ησύχασε. — Ω, να είξευρες πόσον καλόν θα μου κάμης! Και τω έδωκε δεύτερον νόμισμα. — Ω, ω, είπεν ο Τρέκλας, ήρχισε βλέπω να φέγγη. Και εστράφη κωμικώς προς ανατολάς, ως να εζήτει να ίδη αν υπέφωσκε πράγματι η ημέρα.

Αλλ' επί μακρά έτη ουδέν βιβλίον είχεν αναγνώσει, και ελησμόνησε τα στοιχειώδη εκείνα μαθήματα. Τη ήλθε προς στιγμήν η ιδέα να ερωτήση τον Τρέκλαν αν είξευρεν ανάγνωσιν και να διαβιβάση διά του αυτού μέσου το γράμμα προς αυτόν, όπως τη το αναγνώση. Αλλ' απετράπη το μεν ένεκα της ανυπομονησίας του Τρέκλα όπως απέλθη, το δε εκ της επιθυμίας ην είχε ναναγνώση μόνη της την επιστολήν.

Αλλ' ο ξένος δεν ηρκέσθη εις το δείγμα τούτο της νεκροφανείας και ηθέλησε να ψαύση τον Τρέκλαν ίνα βεβαιωθή ότι ήτο πράγματι νεκρός. Διά σφοδρού κινήματος απελάκτισε την καπόταν, ήτις εσκέπαζε τον Τρέκλαν, και είδε τότε άνθρωπον συμμαζευμένον εν σχήματι καραβίδος ή τολύπης, όστις ήτο θερμός και έζη. Ο ξένος επανέλαβε την ερώτησίν του·Ποίος είσαι;

Ειξεύρεις, φίλε, είπεν ο Πλήθων προς τον Τρέκλαν, ειξεύρεις ποιον δρόμον έλαβεν η φυγάς; — Πού να το ξεύρω; είπε μιμικώς ο Τρέκλας, αφού δεν την είδα; — Και είνε πολλαί ώραι αφότου έγεινεν άφαντος; — Δεν το ξέρομε αυτό, αφέντη, είπε μετ' εκτάκτου σοβαρότητος ο Τρέκλας· ένα μόνο ξέρομε, ότι έφυγε. — Αυτό μας το είπες. — Σωστά σας το είπα. — Αλλά τέλος, δεν ευρέθη το δωμάτιον κενόν;

Φράγκοι, και τι θέλεις να είνε; — Αλλά πώς οι φράγκοι κατατρέχουν τους φράγκους; — Δεν κατατρέχουν τους φράγκους, αλλά ταις φράγκισσαις. Ο Θευδάς ηναγκάσθη να πεισθή, μη έχων άλλο επιχείρημα να προτείνη. Επί δυο ώρας συνομιλών με τον Τρέκλαν είχεν εξαντλήσει πάσαν την προμήθειαν αυτού. Εν τούτοις τελευταίος τις δισταγμός τω απέμεινε. — Αλήθεια, εις την ψυχή σου μου τα λες αυτά; είπε.