Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε. — Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν; — Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ; — Μ' εστείλανε. — Ποιος; — Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος. — Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς.

Ο Πλήθων ηναγκάσθη να εξέλθη διά της άνω εξόδου του άντρου, αγνώστου ούσης διά το κοινόν, και να κρυβή όπισθεν των απορρώγων βράχων, όπου ουδείς οφθαλμός ηδύνατο να τον ανακαλύψη. Αλλ' ο Θευδάς διαταχθείς να μείνη εκεί μέχρι τέλους, εμωλωπίσθη δεινώς υπό των επιδρομέων, και οι μισθοφόροι ηττηθέντες αφωπλίσθησαν και εδεσμεύθησαν.

Συγχρόνως δε ήκουσε πολλαπλούν και παμμιγή κτύπον, ταρτάριον βροντήν και πάταγον, αντηχήσαντα ένδοθεν του άντρου. Ο Θευδάς, αν και είχε διακόψει πάσαν σχέσιν με τους τύπους της χριστιανικής εκκλησίας αφ' ου χρόνου είχε προσληφθή εις θεραπείαν του φιλοσόφου Πλήθωνος, έκαμε δι' αυτομάτου κινήσεως το σημείον του σταυρού επί του στήθους.

Φράγκοι, και τι θέλεις να είνε; — Αλλά πώς οι φράγκοι κατατρέχουν τους φράγκους; — Δεν κατατρέχουν τους φράγκους, αλλά ταις φράγκισσαις. Ο Θευδάς ηναγκάσθη να πεισθή, μη έχων άλλο επιχείρημα να προτείνη. Επί δυο ώρας συνομιλών με τον Τρέκλαν είχεν εξαντλήσει πάσαν την προμήθειαν αυτού. Εν τούτοις τελευταίος τις δισταγμός τω απέμεινε. — Αλήθεια, εις την ψυχή σου μου τα λες αυτά; είπε.

Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.

Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού. — Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας. — Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν ανυπομονήσας ο Θευδάς. — Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι. — Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου;

Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.

Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους. — Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς. — Βέβαια, αν τύχη. Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη· — Ε, δεν πας τώρα; — Πού; — Εις τον κύριόν σου. — Να κάμω τι; — Να του πης ότι τον ζητούν. — Εγώ; — Ποίος άλλος; — Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς. — Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας.

— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

Ότε έφθασαν εις το Πληθώνειον, ο Θευδάς ήτο εκλελυμένος υπό του καμάτου, αλλ' η φιλοπραγμοσύνη και η ανησυχία υπεστήριζεν αυτόν να ίσταται όρθιος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν