United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθυτενής, βαδίζει με τα χέρια συνήθως εντός των θυλακίων του τριμμένου, του πολλά και διάφορα ιδόντος και δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Το αληθές είνε ότι και το σακκάκι του δεν έχει με τι να καυχηθή, θα είχε δε τουναντίον πολλά τα δραματικά να ιστορήση, αν είχε στόμα. Μόνον ο κολλάρος και ο λαιμοδέτης του είνε νωπά πάντοτε και ανεπιλήπτου λευκότητος.

Όμοιον προς την αυγήν η οποία έρχεται διά τον αλήτην χωρίς φίλον και στέγην, που βαδίζει εις τους απεράντους και ερημικούς δρόμους μιας νύκτας του χειμώνος, τόσον ασαφές, τόσον αργόν, τόσον διστακτικόν, και τόσον ακόμη χαρούμενον εφαίνετο εις εμέ το φως της ψυχής. Τέλος, καθ' όλον τον χρόνον της τάσεως μου προς την καταληψίαν, η υγεία μου ήτο καλή.

Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.

ΟΡΑΤΙΟΣ Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζειτην δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα. Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν , θαρρώ, θα κρίνη.

Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.

Αλλά όστις έχει το φως των οφθαλμών του αισθάνεται ότι βλέπει, και όστις ακούει αισθάνεται ότι ακούει, και όστις βαδίζει αισθάνεται ότι βαδίζει, ομοίως δε και εις όλα τα άλλα υπάρχει κάτι, το οποίον αισθάνεται ότι ενεργούμεν.

Ενώ ετοιμάζετο να παρακαθήση εις την τράπεζαν, ταράσσεται η όρασίς του και νομίζει ότι ουδεμία θέσις υπάρχει κενή. Είναι τούτο η αρχή του κακού. Βαδίζει προς την έδραν του, αλλά κραυγή φρίκης εξέρχεται του στήθους του! Βλέπει επ' αυτής καθήμενον τον νεκρόν Βάγκον! Οι συνδαιτυμόνες ανεγείρονται έντρομοι, αλλ' ουδέν βλέπουσι, διότι ουδέν υπάρχει.

Ποιηταί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, φυσιοδίφαι, οι των μεγάλων ανακαλύψεων εργάται είναι οι σκαπανείς της Προόδου, οι φωστήρες της ανθρωπότητος, τα Lumina Mundi, τα καταυγάζοντα και κληροδοτούντα τον Πολιτισμόν εις τας γενεάς. Παρά την έρευναν της Επιστήμης της Τέχνης, της Φύσεως βαδίζει ο Υμνωδός των φαινομένων αυτών.

Ο Σέξτος Πομπήιος βαδίζει προς τας πύλας της Ρώμης· το ισόπαλον των εσωτερικών κομμάτων γεννά φατριαστικάς ανησυχίας.

Βλέπεις εκείνην την σεμνήν γυναίκα με το γλυκύ βλέμμα, η οποία βαδίζει σιγά και σκεπτική; ΛΟΥΚ. Βλέπω πολλάς ομοίας και κατά το ήθος και κατά το βάδισμα και κατά την ενδυμασίαν. Βέβαια η αληθής Φιλοσοφία, θα είνε μία εξ αυτών. ΠΛΑΤ. Άμα θα ομιλήση θα εννοήσης ποία είνε. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Μπα!