Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Και σε λίγο ξανάρθε μέσα και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το λεμόνι; και πάλι τάπ-τάπ-τάπ έκαναν τα βήματά της. . . κ’ έκανε άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της και να τη φορέση. . . . . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.
Είναι αδύνατον να βρεθή στην οικουμένη άνθρωπος πειο τρελλός απ' αυτόν. Και έπειτα, κυρία μου, θα σας παρακαλέσω να βοηθήσετε τον έρωτα του Κλεόντ και να συντελέσετε σ' αυτό το παιγνίδι του. Είναι ένας πολύ χαριτωμένος νέος και αξίζει να του δείξωμε όλο μας το ενδιαφέρον. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Του αξίζει πράγματι μια καλή τύχη! ΔΟΡΑΝΤ Εκτός αυτού, δεν πρέπει να χάσωμε και τ' ωραίο μπαλέττο που ξανάρθε.
Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!
— Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Άλλη μια, ξανάρθε η πέρδικα του Ξαθού της το φλογερό χειλάκι να πιπιλίση. Μάβρος σαν την πίσα, δεν εξεχώριζε απ το βαθύ της νύχτας το σκοτάδι ο εβνούχος. Δεν τον είδε. . . — Αχ ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Την τρίτη δεν ήρθε να χαδέψη με ταπαλό της χεράκι, σαν το μετάξι μαλακά τα ολόξαθα μαλιά του. Δεν ήρθε να γλυκαθή στα ζαχαρένια χείλη του.
Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα». Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε. Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει· — Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος. Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού.
— Και δεν ξαναήρθε από τότε που «έδεσαν της πανδριές;» — Δεν ξανάρθε, παιδάκι μ'. — Και δεν της στέλνει γράμματα; — Κάποτε της έστελνε. Ύστερα έπαψε. Θαρρώ πως έχει καιρό να λάβη γράμμα. — Κι' αυτή τον καρτερεί ακόμα; — Τον καρτερεί. — Ως πότε; — Αχ, παιδάκι μ', μη μ' ερωτάς πολλά. Η 'πομονή πούχουμε ημείς η γυναίκες είνε μεγάλο πράμμα.
Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν