United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μούλεγε: — Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· αι;... Μα μπορείς να πονής μπλειο 'κειά που σε φίλησα 'γώ; Πόσο μ' αγαπάς εδά; — Πολλά, πολλά, της έλεγα κέκλεια τα μάτια μου από ευτυχία. — Να χαρώ εγώ!... Και μούδιδε νέα φιλιά. Όσες φορές αρρώσταινα, ο καλλίτερός μου γιατρός ήτο το Βαγγελλιό.

Ο Χόμο κατέβη εις την κοίτην του χειμάρρου, και οι ολολυγμοί του ηκούοντο εισέτι, αλλά οι λίθοι ους έρριπτε κατ' αυτού ο Σκούντας τον εκράτουν εις απόστασιν. Αίφνης έγεινεν άφαντος. Ίσως ετράπη προς άλλην διεύθυνσιν, και έμελλε να αρχίση αλλαχόθεν νέαν έφοδον. Ο Σκούντας επανήλθε προς την Αϊμάν. Η νέα ήλγει και εκράτει την κνήμην με τας δύο χείρας. — Πονείς πολύ; είπεν ο Σκούντας. — Ω ναι.

Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, 'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 μη την μητέρα μουαυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' εκείνο το νόημα συτην ψυχή δεν έχεις• ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».

Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!

Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Βλέπεις τον ήλιον; την ύπαρξίν του παραδέχονται όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Ε, αν και συ ακόμη αποφασίσης να τον αρνηθής, ο δίσκος του πρέπει να θεωρηθή ηλαττωμένος κατά το τοσάκις δισεκατομμυριοστόν. Πρόσεχε· δεν είνε ηρωισμός να ρίπτης δυο πτώματα εις έν λεπτόν· ηρωισμός είνε να τ' ανεγείρης. Φοβού τας πληγάς των φίλων· αυτοί γνωρίζουν που πονείς περισσότερον.