United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα χείλη του δεν ξεκόλλησαν από πάνω. Και από το φιλί εκείνο χύθηκε γύρω του κ' επλημμύρησε τον ήσυχον αέρα μια αρμονία ανήκουστη. Ένα μέλι χρυσοκίτρινο άρχισε να στάζη από τα λιγωμένα σύννεφα του βασιλέματος στα αέρινα βουνά, στις γαλάζιες στεριές περίγυρα, στα βαθυκοιμισμένα νερά, κ' ένα λίγωμα θανάτου κράτησε την αναπνοή του απέραντου θόλου.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».

Έπεσε πληγωμένος από τα ξίφη των κατοίκων των Δελφών και του ξένου που ήλθεν από τας Μυκήνας. ΧΟΡΟΣ Ε, ε! Τι θα γίνης τώρα, γέρον! Μην αφήνεσαι να πέσης!... Κρατήσου!... ΠΗΛΕΥΣ Δεν είμαι τίποτε πλέον. Εχάθηκα. Δεν έχω πλέον φωνήν. Τα μέλη μου παραλύουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Άκουσε, αν θέλης να εκδικήσης τους ιδικούς σου, και κράτησε τας δυνάμεις σου.

Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!

Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.

Όπου ο ρωμαντισμός βαστά, κράτησε και το αποκλειστικό τούτο κοίταμα.

Κι όχι μονάχα που είναι ιερό πράμα, όχι μονάχα που μας κράτησε το λυχνάρι της εθνικής σωτηρίας μας ως το τέλος, μα επειδή ακολουθώντας την ξεδιαλύνουμε το χαρακτήρα μας, τα φυσικά μας, μελετούμε μάλλους λόγους την καθαυτό ζωή μας που είναι κ' η καθαυτό ιστορία μας. Ιστορήσαμε ως την ώρα ένα και μεγάλο, εθνάρχη, τον Αθανάσιο.

Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα: — Ακολούθει τούτους μετ' εμού. Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην· Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς τον άνδρα: — Είσελθε. Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω: — Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις;

Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον Πετρώνιον. — Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς χάριν μου σήμερον; — Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και χύσε δάκρυα. Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.