United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

Όσω βαστά η ζωή της, και τα μάτια της έχουνε λάμψι φωτεινή, δεν θα δεχθή αφέντη ξένο να θωρή στο σπίτι της αυτή, πούχει από αφέντες γεννηθή!

Τι κόσμος ακατάστατος, ανούσιος, μωρός! ως πότε ο αθάνατος με τους θνητούς θα παίζη; αλλά ενώ φιλοσοφώ για όλα σοβαρός, φωνάζει η κυρία μου: «Ορίστε 'στο τραπέζιΛοιπόν και πάλι την κοιλιά ανάγκη να γεμίσω; Ω! βάστα με, γυναίκα μου, να μην αυτοκτονήσω. θα φάγω πάλι, θα μασσώ, θα ξεροκαταπίνω . . . Ούτε μια 'μέρα νηστικός να μη 'μπορώ να μείνω; Τι σιχαμένα φαγητά!

Βαστά κερί και φέγγει του, ποτήρι και κερνά τον· Κι' όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει· «Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κείντα μου παραγγέρνεις ... » Και έκαστον ημίστιχον επαναλαμβάνετο υπό ολοκλήρου του χορού.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Βάστα καλά! της έλεγε και ο Μπάρμπα-Σταυρής. Ιδών τότε ο Σπύρος ότι διά των απειλών ουδέν κατώρθου, αλλά μάλλον θόρυβος εγίνετο, απεφάσισε να μεταχειρισθή τας δεήσεις. Εις τα τοιαύτα, δεήσεις και δάκρυα, οι αργοί είνε θαυμάσιοι ημπορούν να κάμψουν και την σκληροτέραν καρδίαν, όχι την μαλακήν της Αρφανούλας καρδίτσαν όπου λαχταρούσε σαν του πουλιού.

« Μ' έκραζε 'πό την Εκκλησιά » Ο υιός μου Δημητράκης: » — Καρδιά, πατέρα! μ' έλεγε, » Οι Τούρκοι μη σε σκιάζουν, » Ας είναι τόσοι· Βάστα συ » Τον πόλεμο· Ας ριάζουν »'Σα λύκοι. Βάστα! Γρίβας συ « Αν είσαι Θοδωράκης

Την ορμήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστήθια· Εύγε σου μα την αλήθια. Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. Όξω ερρίχτηκε εν τω άμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει, Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα.

Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο, 420 μήπως πειστεί. Μον κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα, και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη.

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.