United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Πάει πια, Αχιλιά, εγώ πέθανα, και τώρα εσύ κοιμάσαι και με ξεχνάς· σ' άλλους καιρούς με φρόντιζες, σα ζούσα. 70 Θάψε με, αδρέφι, τη μπασιά πια να διαβαίνω τ' Άδη. Μακριά με διώχνουνε οι ψυχές των πεθαμένων ήσκιων, το ρέμα αντίκρυ να διαβώ δε θεν και δε μ' αφίνουν, Μον έτσι εδώ κι' εκεί γυρνώ μες στ' Άδη τη θολάδα.

'Σ τ' Αλή-Πασσά τη φυλακή· Μ' αφίνει, και πηγαίνω, Πριν φθάσωτον Αλή-Πασσά Θύραις εφτά διαβαίνω, Καιτην εβδόμη 'στάθηκα Ν' ακούσω του την κρίσι . 'Ψηλά, ψηλά καθόντανε Τρεις Δαίμονες μεγάλοι. 'Μπροστά τους ο Αλή-Πασσάς Κ' η Χάμκω του κοντά του, Και 'πίσω η γυναίκα του, Τα δυο του τα παιδιά του, Κι' από τα παλληκάρια του Μια συντροφιά μεγάλη. Ιουσούφ Αράπης , ο μπαμπάς.

» Σ' ώριον περιβολάκι με τ' άνθη στολισμένο, » μιαν άνοιξι διαβαίνω να παρηγορηθώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. « Να ξεφαντώσ' ο νους μου από » τοις λογισμούς μου, γιατί με βασανίζουν τα » κάλλ' οπού θωρώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. ΟΛΟΙ. Ω ω, ω, ω, ω. ΑΝΑΤ. Σώπα να διούμε, άι ντελί ζιρζόπ ντικό μου αράδα είναι; χάιδε ας πω πλια.

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει, Γύρ' απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται η κοπέλλες, Και πλέοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν. Άγουρος του χωριού κ' εγώ, παιδί κ' εγώ της στάνης, Όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω Κι' οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.

Εκεί που βράχος μελανός Κατέβαινε ως κάτου, Ένα σκαλίδι κύταξα Παρέκει· κατεβαίνω Σε μονοπάτι. Τρίβολα, Πέτραις, κρημνούς διαβαίνω. Γλυστράω, πέφτω και βαρώτους βράχους, 'στά πλευρά του. Κατέβαινα και μ' έλιπεν Ένας ολίγος δρόμος, Κ' εκεί ακούω μια φωνή Διαβολική να σκούζη, 'Σα μέγ' αγριογούρουνοτους λόγκους του να γρούζη. Κρυά τρεμούλα μ' έπιασε Μια φρίκη, ένας τρόμος.

Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν' απόβραδο, πώβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τα καστανά και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της.

Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του δυστυχούς Χρήστου. Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν' απόβραδο, πώβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τον βουνίσιον αέρα της, είτε για το κρύο νερό της, είτε για τα καστανά και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της.