Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα. Κερ. Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή. Περμ. Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. Πιπ. Καλημέρα. Περμ. Να τα καλύψης.
Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ' έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά. Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ' έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ' έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.
ΠΑΝ. Χαίρετε, ω Ερμή και Δικαιοσύνη. ΔΙΚ. Χαίρε και συ, Παν μουσικώτατε και χορευτικώτατε εξ όλων των Σατύρων, εις τας Αθήνας δε και πολεμικώτατε. ΠΑΝ. Και ποίος καιρός σας έφερεν εδώ, ω Ερμή; ΕΡΜ. Η Δικαιοσύνη θα σου διηγηθή τα πάντα• εγώ δε ανεβαίνω εις την Ακρόπολιν διά το διαλάλημα. ΔΙΚ. Ο Ζευς, ω Παν, με έστειλε να διεκπεραιώσω τας εκκρεμείς δίκας. Συ δε πώς τα περνάς εις τας Αθήνας;
Αυτό με γλυτώνει και δε βουλιάζω, δεν πνίγουμαι· μόνο δυναμώνω κι ανεβαίνω στα κύματα, και βλέπω ήλιο και φως και χαρά, χαρά για λόγου σου, που θα το καμαρώνης αυτό το στολίδι μας. Αν είχαμε την καλή την τύχη να ζουν οι γονιοί σου, θα είτανε μεγαλείτερη η παρηγοριά μας. Μα δε μας είτανε γραμμένο αυτό το καλό, ίσως για να μας φανερώση πιο καλλίτερα ο Θεός την τρυφερή σου αγάπη. Κράλ.
Έφθασα »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη, » Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα, » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.» « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά » Τ' ασκέρια πολεμάω. » Τα καταστρέφω. Έφυγα «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω. » Και από αρχιστράτηγος » Στρατάρχης ανεβαίνω. » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό » Δεν 'μπόρεσα να φάω.» Ο Γρίβας εσιώπησε.
Μένει, λέει, κ' η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφίνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τάχει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και νακούσω τη διαθήκη του γέρου. Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κ' η γριά του μαλλοσερνότανε.
ΧΑΡ. Έτσι να κάμωμεν. Πρόσεξε μόνον να μη υψώσωμεν το έργον μας πέραν του πιθανού και έπειτα καταρρεύση και συγκρημνισθώμεν, πληρώσωμεν δε την ευπιστίαν μας εις την οικοδομικήν του Ομήρου με τα κεφάλια μας που θα τσακισθούν. ΕΡΜ. Μη σε μέλει και όλα θα πάνε καλά. Μετακίνησε την Οίτην και επάνω εις αυτήν ας θέσωμεν τον Παρνασσόν. Και τώρα ανεβαίνω πάλιν διά να ίδω. Λαμπρά• βλέπω τα πάντα.
Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.
Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.
Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν