United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ευθύς ύστερον επήρχετο πάλιν βαρεία η υπόμνησις του σκυθρωπού ασκληπιάδουανθρώπου όστις θέλει να διδαχθή «την κεραμείαν εν τω πίθω, ή να μάθη την κουρευτικήν επί της κεφαλής του φαλακρού» — κ' ηναγκάζετο να γείνη πάλιν «γαλακτοφάγος», οποίοι ήσαν οι παλαιοί Α.........., κι' ο Ρότσιλδ, εβραίος χιλιεκατομμυριούχος εις τα Παρίσια, και τόσοι άλλοι δυστυχείς.

Ας μου έδιδε κανένα χαστούκι να θυμώσω, κ' έβλεπε τι θα τούκανα! Το χαστούκι εδόθη, αλλ' αντί να θυμώση, ο Εβραίος προσεπάθησε να μειδιάση και είπε προς τον υβριστήν: — Αι, δεν παύεις τα χωρατά; Τοιούτους, φαίνεται, φαντάζονται τους Έλληνας οι προτείνοντες τα διεγερτικά του φανατισμού. Θέλουν χαστούκι διά να θυμώσουν και έχουν ανάγκην να θυμώσουν διά να κάμουν τ' άχυρα κομμάτια.

Αφού τοιαύτας και άλλας βλασφήμους φλυαρίας εξήμεσεν εκ του μιαρού αυτού στόματος ο βρωμολόγος εκείνος Εβραίος, ήρξατο έπειτα να πλέκη εις τον θεόν του Ισραήλ στέφανον ν ε φ ε λ ώ ν και α σ τ έ ρ ω ν.

Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! Επανελάμβανε. — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος.

Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ' έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά. Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ' έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ' έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.

Ξιπασμένος και τσιγκούνης σαν Εβραίος.» «Δανείζει λεφτά σαν τοκογλύφος;» Η Νοέμι κοκκίνισε επειδή, παρ’ όλο που οι σχέσεις της με τον εξάδελφο ήταν τεταμένες, της φαινόταν να την βρίζουν προσωπικά όταν αποκαλούσαν τοκογλύφο έναν ευγενή Πιντόρ. «Ποιος σου το είπε αυτό; Μην το ξαναπείς ούτε για αστείο….» «Ο Ρετόρος και η αδελφή του όμως είναι πραγματικοί τοκογλύφοι.

Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι. Φώναξαν έναν Εβραίο, στον οποίον ο Αγαθούλης πούλησε για πενήντα χιλιάδες τσεκίνια ένα διαμάντι, που κόστιζε εκατό χιλιάδες. Ο Εβραίος ωρκιζότανε στ' όνομα του Αβραάμ, πως δε μπορούσε να δώση περισσότερα. Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα.

Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και αν ήτο πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή εκείνη άλυσις ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά πρώτον την είδε, της εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε άνδρα της τον Λαλεμήτρον.

Φαινότανε καλά, πως δεν είχε μορφωθή από τον δόχτορα Παγγλώση, Στο τέλος των τριών μηνών, αφού έχασε τα χρήματά του κι' αφού με χόρτασε, με πούλησε σ' έναν Εβραίο ονομαζόμενο δον Ισσάχαρ, που εμπορευότανε στην Ολλανδία και στην Πορτογαλλία και που αγαπούσε με πάθος τις γυναίκες. Αυτός ο Εβραίος αφοσιώθηκε πολύ σε μένα, αλλά δεν κατώρθωσε να με νικήση.

Αυτός ο Ισσάχαρ ήταν ο πιο χολερικός Εβραίος, που υπήρξε στη φυλή του Ισραήλ από την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας. — Πώς! είπε· σκύλλε Γαλιλαίε, δε μας φτάνει ο Κύριος Ιεροξεταστής; Πρέπει κι' αυτός ο κανάγιας να κάμνη μαζί μου μοιρασά; Λέγοντας τούτα τραβά ένα μακρύ μαχαίρι, που τόχε πάντα μαζί του και νομίζοντας, πως ο αντίπαλος του ήταν άοπλος, ρίχνεται πάνω του.