United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωτηριάδης, να τα ψάλη και της δημοτικής, όσο λίγο κι αν την απόμαθε. Προσωπικά! Προσωπικά! ... Ο Αργύρης ο Εφταλιώτης γυρέβει από αναγνώστη, που είναι Έλληνας, δυο φοβερά πράματα: ναρνηθή τόνομά του και την πίστη του. Πρέπει να υποθέσουμε ή πως δεν ξέρει πόσο μεγάλο πράμα γυρέβει, ή πως το ξέρει κι απαιτεί την παράδοξη αφτή θυσία από το ελληνικό έθνος.

Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235 Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει. » Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει » Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει· » Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους » Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240 » Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη » Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει. » Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου » Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου. » Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245 » Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει. » Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι, » Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι· » Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει, » Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250 » Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει, » Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει. » Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση, » Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση. » Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255 » Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε. » Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη, » Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι.

Η Διοίκησις, γνωρίζουσα αφ' ενός μέρους πόσον αναγκαίος ήτον ο Καραϊσκάκης εις την εκστρατείαν ταύτην διά τα προσωπικά του προτερήματα και διά την οποίαν έχαιρεν υπόληψιν από το στρατόπεδον, μη θέλουσα δε αφ' ετέρου να δυσαρεστήση και τον Φαβιέρον, τον οποίον ομοίως ενόμιζεν ωφέλιμον διά τα πράγματα της Στερεάς Ελλάδος, επροσπάθησε να συμβιβάση την μεταξύ των διαφοράν· και διά να οικονομήση την αίτησιν του Φαβιέρου, χωρίς να πειράξη την φιλοτιμίαν του Καραϊσκάκη, έγραψε προς τον δεύτερον να συμβουλεύεται τον Φαβιέρον εις τα πολεμικά του σχέδια, ως άνθρωπον έμπειρον εις τα πολεμικά και φίλον της πατρίδος.

Και πειδής έγραψα και γω κάτι μια μέρα για το Θάνατο Παλληκαριού και το είπα πως είταν αριστούργημα, και πειδής το λέω και το ξαναλέω πως ο Παλαμάς είναι ο ποιητής μας, είναι το διαμάντι και το καμάρι μας, την έπαθε άσκημη σήμερις κι ο Παλαμάς, γιατί κι αφτός τι δεν ακούει; Φτάνει κανείς δυο αράδες να διαβάση, να καταλάβη από το μίσος κι από τη λύσσα, πως είναι όλα και πάντα προσωπικά.

Τα προσωπικά! Και πού λείπουνε; και πού δεν πρέπει να τα γυρέβουμε; Η φαντασία του αθρώπου είναι μεγάλη κ’ η φαντασία του ποιητή θάματα κατορθώνει, μα μήτε ο μεγαλήτερος ο ποιητής δε φαντάζεται ως πού μπορεί να πάη η ρωμαίικη μανία, που ό τι κι αν τύχη να κάμης, πάντα θα πη πως τόκαμες για λόγους προσωπικούς.

Ξιπασμένος και τσιγκούνης σαν Εβραίος.» «Δανείζει λεφτά σαν τοκογλύφος;» Η Νοέμι κοκκίνισε επειδή, παρ’ όλο που οι σχέσεις της με τον εξάδελφο ήταν τεταμένες, της φαινόταν να την βρίζουν προσωπικά όταν αποκαλούσαν τοκογλύφο έναν ευγενή Πιντόρ. «Ποιος σου το είπε αυτό; Μην το ξαναπείς ούτε για αστείο….» «Ο Ρετόρος και η αδελφή του όμως είναι πραγματικοί τοκογλύφοι.

Το σημερνό μου το γράμμα, θα σας παρακαλέσω να με κάμετε τη χάρη να το δημοσιέψετε. Δεν έχω συνήθεια ναπαντώ σε προσωπικά άρθρα· όταν είναι λόγος για γλωσσικά ή γραμματικά ζητήματα, προτιμώ ναπαντήσω με βιβλία· όταν κατηγορούν του λαού τη γλώσσα και τη δική μου, πάλε δε λέω τίποτις, γιατί με φαίνεται πως τα είπα όλα.

Ακούτε κει να κάθουμαι τόση ώρα να φιλονικώ με τους Διόνυσους και ναραδιάζω φιλοσοφίες, χωρίς να το καταλάβω απαρχής πως αφτά είναι προσωπικά! Και βέβαια. Τίποτις άλλο. Από τη στιγμή που ο Παλαμάς έγραψε για το Γιαννίρη ένα άρθρο, και που τον είπε πως είτανε το μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής, αμέσως βγήκαν οι Διόνυσοι στη μέση, κι αμέσως η δημοτική έγινε μισή γλώσσα.

Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα.

Αν οι δικοί μας παν και ξεσκαλίζουνε προσωπικά ως και στην απρόσωπη την επιστήμη, τι δεν κάνουνε κάθε μέρα τα προσωπικά στην Ελλάδα, που είναι του τόπου γέννημα και θρέμμα; Είδα στην «Ακρόπολη», 5 του Τρυγητή, 1901, ένα πολύ μακρί και πολύ περίεργο άρθρο του κ Γ. Σωτηριάδη, του γνωστού βυζαντινολόγου.