United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο αγαθός προστάτης μας Γεροστάθης διά των φρονίμων συμβουλών του, και διά της πραότητος του χαρακτήρος του επροσπάθησε να εμπνεύση μεταξύ όλων ημών την αγάπην, την ομόνοιαν και την αρμονίαν.

Ήσαν πέντε μικρά, χωρίς πτερά ακόμη, τόσο μικρά, ώστε το τριμμένο ψωμί, το οποίον επροσπάθησε να τους δώση να φάγουν η Φωτεινή, δεν ήξευραν να το καταπιούν! — Αν τ' αφήσω εδώ, καμμία αλεπού από το βουνόν, κανένα φίδι, θα τα φάγουν εξάπαντος, συλλογίζεται με ανησυχίαν· πρέπει να τα βάλω πάλιν υψηλά επάνω εις το δένδρον, αλλά πώς; .... Πολλήν ώραν εσυλλογίσθη η μικρά κόρη, αλλ' επιτέλους το ηύρε.

Αλλ' η Μαργή δεν είχεν επιστρέψη ακόμη από το Πετρούνι. Μόνον η χήρα ενεφανίσθη και εύρε τρόπον νανταλλάξη ολίγας λέξεις ταπεινοφώνως με τον Μανώλην. Η Σαϊτονικολίνα είχεν εξέλθη προς αναζήτησίν του και μετ' ολίγον τον συνήντησε καθ' οδόν αλλ' εις μάτην επροσπάθησε να τον παραλάβη εις το σπίτι, όπου θα συνηθροίζετο όλη η οικογένεια. Ο Μανώλης εδείπνησεν εις του Αστρονόμου.

Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν' ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν. — Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα, τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της!

Ο Δάμις υπεστήριζεν ότι ούτε υπάρχουν καθόλου θεοί, ούτε επιβλέπουν και διευθύνουν τα συμβαίνοντα επί της γης. Ο δε ευσεβέστατος Τιμοκλής επροσπάθησε ν' αναλάβη την υπεράσπισίν μας• επειδή όμως συνηθροίσθη πολύς όχλος, η συζήτησις δεν ετελείωσε.

Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.

Ο δε πασάς, αφού εις μάτην επροσπάθησε δι' απειλών, βασανιστηρίων και υποσχέσεων να μεταπείση τους χωρικούς, ηναγκάσθη να τους αφήση ελευθέρους, τον καλόγηρον όμως εξώρισε, μολονότι και ούτος ήτο Κρητικός. Ωνομάζετο Μαριδάκης και κατήγετο από τα μέρη του Ρεθύμνου.

Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.

Δεν ωμίλησε, αλλά το βλέμμα της έλεγεν: Ω, άφες με! θέλω να ίδω ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και τον δίσκον του δύοντος ηλίου! — Αλλ' ο γέρων έθεσε περιπαθώς την χείρα επί της χειρός της και ελάλησε προς αυτήν, και ήτο ικετευτικός της φωνής του ο τόνος. Η νέα ανέκυψε και επροσπάθησε να εγερθή, αλλά δεν ηδύνατο να κινηθή μόνη.

Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύση προς τον πατέρα της να γίνη ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κ' επροσπάθησε να τον παρηγορήση, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνη ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της. — Δε θέλω γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανώλης.