United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζυγώνει ο Ρουφίνος να τους μιλήση και να τους καλοπιάση για να τους έχη μαζί του ανίσως και ταίριαζε να σκαλώση στο θρόνο, και κει απάνου του μπήγουνε μερικές σπαθιές, και πέφτει χάμω νεκρός. Πήρε τότες το κεφάλι του ο όχλος και τόσερνε μέσα στους δρόμους.

Επί της μιας όχθης της λίμνης ην ηγάπα, όλος ο όχλος Τον είχε παρακαλέσει ν' αναχωρήση από τα μέρη των· επί της ετέρας, μάτην είχον προσπαθήσει να πικράνωσι τας τελευταίας παρ' αυτοίς ημέρας Του δι' αθλίας σκευωρίας όπως τον τρομάξωσι να φύγη.

Ο Δάμις υπεστήριζεν ότι ούτε υπάρχουν καθόλου θεοί, ούτε επιβλέπουν και διευθύνουν τα συμβαίνοντα επί της γης. Ο δε ευσεβέστατος Τιμοκλής επροσπάθησε ν' αναλάβη την υπεράσπισίν μας• επειδή όμως συνηθροίσθη πολύς όχλος, η συζήτησις δεν ετελείωσε.

Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν.

ΜΑΚΔΩΦ Δειλέ δόσε τα όπλα σου και ζήσε! Γίνου θέαμα και παίγνιον του κόσμου, να σ' έχωμεν ζωγραφιστόν επάνωένα ξύλον, ως ένα τέρας σπάνιον, μ' επιγραφήν να λέγη: Κοιτάτ' εδώ, τον τύραννον ελάτε να ιδήτε! ΜΑΚΒΕΘ Όχι, δεν παραδίδομαι ν' ασπάζωμαι το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατή, κι' ο όχλος να με 'βρίζη.

Και με φωνήν την οποίαν εδόνουν οι λυγμοί της ηδυπαθείας ο Ηρώδης της έλεγεν. — Έλα, έλα! Εκείνη εστρέφετο πάντοτε. Τα τύμπανα εκρότουν μέχρι διαρρήξεως, ο όχλος ωλόλυζεν. Αλλ' ο Τετράρχης εφώναζε δυνατώτερα. — «Έλα, έλα!

ΕΡΜ. Τι θόρυβο κάνουν και πώς φωνάζουν, ως όχλος, και ζητούν διανομάς! Πού είνε το νέκταρ; φωνάζουν• θέλομεν νέκταρ. Η αμβροσία εσώθη, δεν υπάρχει πλέον αρκετή αμβροσία. Πού είνε αι εκατόμβαι; θέλομεν να γίνωνται κοιναί αι θυσίαι. ΖΕΥΣ. Να επιβάλης σιωπήν, Ερμή, διά να παύσουν αυτάς τας φωνασκίας και ν' ακούσουν τον σκοπόν διά τον οποίον τους εκαλέσαμεν.

Οι δε ξένοι και ο άλλος όχλος κατέβησαν διά να ίδουν το θέαμα εκείνο, το οποίον τους εφαίνετο μεγαλοπρεπές και απίστευτον. Τωόντι ουδέποτε μέχρι της εποχής εκείνης εξήλθεν εξ ενός και του αυτού λιμένος ελληνικός στρατός πολυτελέστερα και ευπρεπέστερα εφωδιασμένος.

Ο όχλος νομίσας ότι επεκαλούντο το έλεος του Καίσαρος, κατελήφθη υπό μανίας εις το θέαμα τόσης ανανδρίας· ήρχισαν να ποδοκροτώσι, να συρίζωσι, να ρίπτουν εις την κονίστραν κενά δοχεία, οστά περιφαγωμένα και να ανακράζωσι: «Τα θηρία! Απολύσατε τα θηρία!. .» Αλλ' αίφνης ανήκουστον πράγμα, συνέβη.

Μόλις ο Ιησούς εξεκίνησε καθήμενος επί του πώλου, και ο πλείστος όχλος ήρχισαν να στρώνουν τα φορέματά των εις την οδόν, και έκοπτον τα βαΐα, ήτοι τους κλάδους, των φοινίκων και των ελαιών, διά να τα βαστάζωσιν ή να τα σκορπίζωσιν εις τον δρόμον Του. Οι προάγοντες δε και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω Υιώ Δαυίδ! Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Βασιλεύς του Ισραήλ.