United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δέντρα με τους κορμούς τους μεγάλους, θ' απλόνουν τα νιοβλάστητα μικρά κλαράκια τους και θα σε χαϊδεύουν μαλακά στο διάβα σου, τα μυρμηγκάκια στο χώμα θα τα πατή το πόδι σου τ' ανάλαφρο, και δε θα τα σκοτόνη· το χορτάρι θα σου φιλή και θα σου γαργαλάη το δαχτυλίδι της όμορφης γάμπας σου και συ θα μου γελάς ευτυχισμένα.

Κι' εγώ 'θαρρούσα πως αυτή δεν αγαπά κανένα, κι' από την χήραν ήλπιζα τρελλά ν' αγαπηθώ, εγώ γι' αυτή, κι' αυτή για 'με να ζήσουμε 'στα ξένα, και ήμουν έτοιμος ευθύς τη Ρώσσα ν' αρνηθώ. Κι' από τη φρίκη φαίνεται ακόμη πιο φρικτό, συ από έρωτα αγνόν και άγιον ν' ανάπτης, να έχης εις αισθήματα το στήθος ανοικτό, κι' ως σκώληκα να σε πατή χυδαίος φραγκορράπτης.

Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τ' αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου.

Μ' αυτά, ω άρχοντες, ο Κεντ υγείαν σας αφίνει και νέους τόπους θα πατή, πλην τρόπους δεν αλλάζει! ΓΛΟΣΤ. Ιδού, αυθέντα, έρχονται οι δύο ηγεμόνες. ΛΗΡεσένα πρώτον στρέφομαι, της Βουργουνδίας δούκα, που έρχεσαι αντίζηλος αυτού του βασιλέως, και μου ζητείς την κόρην μου. Τι προίκα περιμένεις, κι' αλλέως αποσύρεσαι, αν δεν την δώσω;

Διότι όσοι την δύναμίν των μετεχειρίσθησαν όχι προς υπεροψίαν αλλά προς ευεργεσίαν, ούτοι προ πάντων ανεδείχησαν άξιοι των αγαθών τα οποία παρά της τύχης έλαβον και μόνον ούτοι ίσως διαφεύγουν τον φθόνον διότι ουδείς δύναται να φθονήση τον υπερέχοντα, όταν τον βλέπη να μετριοφρονή διά την ευτυχίαν του και όχι, όπως η ομηρική εκείνη Άτη, να πατή επί ανθρωπίνων κρεάτων και εν γένει τους υποδεεστέρους να καταφρονή.

ΜΑΚΔΩΦ Δειλέ δόσε τα όπλα σου και ζήσε! Γίνου θέαμα και παίγνιον του κόσμου, να σ' έχωμεν ζωγραφιστόν επάνωένα ξύλον, ως ένα τέρας σπάνιον, μ' επιγραφήν να λέγη: Κοιτάτ' εδώ, τον τύραννον ελάτε να ιδήτε! ΜΑΚΒΕΘ Όχι, δεν παραδίδομαι ν' ασπάζωμαι το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατή, κι' ο όχλος να με 'βρίζη.

Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος, κ' επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μην πατή τα κηρία, γιατί είνε κρίμα.

Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον νεκρό μου. Γιατί διες, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μέσ' στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα.