United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν και δεν πιστεύω πως θε να 'πεθάνω, αν και μες 'στο άνθος ήμαι της ζωής μου, διαθήκη όμως σκέπτομαι να κάνω, για να μη με τύπτη η συνείδησίς μου. Ποιος γνωρίζει τάχα τι του ξημερόνει! ενώ πας 'στο δρόμο 'ξένοιαστος . . . τι φρίκη! άμαξα ή κάρο σε καταπλακόνει, κι' έτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.

Εγώ ξέρω ότι όσοι είσθε μέσα με γελάτε· Και αν έχετε τωόντι εις τον νου σας, διπλωμάται, Να μη δώσετε εκείνο, που στο έθνος μας ανήκει, Είνε έγκλημα, σας λέγω, είνε τρόμος, είνε φρίκη. Είπατέ μου, ειδέ άλλως ούτε βήμα δεν κουνώ, Και μπαστάκας εδώ έξω εις την πόρτα θα γενώ.

Μη προχωρείς!... Τι φρίκη! Μου φέρει ζάλην απ' αυτό το ύψος να κυττάζω. Τα μαυροπούλια φαίνονται κ' οι κόρακες 'σάν ζήναις που αποκάτω μας πετούν και σχίζουν τον αέρα. Μαζώνει ένας κρίταμα καταμεσήςτον βράχον. Δύσκολη τέχνη! Απ' εδώ μικρόν μικρόν τον βλέπω. Ωσάν ποντίκια φαίνονταιτην άμμον οι ψαράδες.

Ω φύγε φύγε, ούτε να σ' ακούσω θέλω . . . τι φρίκη! — Ποτέ, ποτέ δεν θα φύγω, αν δεν λάβω μίαν απάντησιν, μίαν υπόσχεσιν. — Καμμίαν άλλην απάντησιν δεν έχεις ν' ακούσης, παρά ότι μου προξενείς φρίκην! τ' ακούεις; φρίκην! Και πεσούσα επί του ανακλίντρου, ανελύθη εις δάκρυα. Εκείνος εκυλίετο εις τους πόδας της ασθμαίνων, έξαλλος . . . Εκείνη τον απώθησε και ηγέρθη.

Τέτοιους θρήνους αφήνονοντας συχνοκεντούσε τα μάτια του με τις χρυσές αυτές καρφίτσες° συνάμα οι αιματόβαφες των ματιών κόρες εστάζανε και βρέχανε τα γένεια ω φρίκη! όχι σταλιές αιματηρές, αλλά χαλάζι αιματωπό, μαυρειδερό εσταζοβολούσαν° κι ήτανε βέβαια μια χαρά και μια ευτυχία, που τώρα εγείνη στεναγμός, ντροπή, κατάρα, θάνατος. Δεν απόλειψε κακό κανένα. ΧΟΡΟΣ Πού το κακό εσταμάτησε, για πε μου;

Λοιπόν δεν θα είναι καλλιτέρα μάλλον, εάν κακουργή και σφάλλη εκουσίως παρά ακουσίως; Ιππίας. Ναι, αλλά θα ήτο φρίκη, Σωκράτη μου, εάν πρόκειται να είναι καλλίτεροι οι εκουσίως σφάλλοντες παρά οι ακουσίως. Σωκράτης. Και όμως αυτό φαίνεται από όσα είπαμεν. Ιππίας. Όχι όμως εις εμέ τουλάχιστον. Σωκράτης. Εγώ όμως, καλέ Ιππία, ενόμιζα ότι και εις εσέ θα φανή έτσι. Απάντησέ μου όμως πάλιν.

ΡΕΓ. Πώς; Ο υιός σου 'θέλησε να πάρη την ζωήν σου, ο Έδγαρ, ο βαπτιστικός του βασιλέως; ΓΛΟΣΤ. Είθε, είθε να ήτο δυνατόν το αίσχος μου να κρύψω ; ΡΕΓ. Δεν ήτο σύντροφος μ' αυτούς τους αναιδείς ιππότας, που έχει ο πατέρας μου μαζί του; ΓΛΟΣΤ. Δεν γνωρίζω. Ω! φρίκη! ΕΔΜ. Μάλιστα·αυτήν την συντροφιάν ανήκει. ΡΕΓ. Τότε λοιπόν δεν απορώ με την διαγωγήν του.

Ουφ! βαρέθηκα, τι αηδία, καλέ... Θ' αφήσω το γράμμα μου για τ' απόγευμα, που κλείνει και το ταχυδρομείο. Θεέ μου! Πώς ν' αρχίσω, πώς να σου τα πω. Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Είδες πάφησα το γράμμα μου; Ε, μπήκα μια στιγμή στη σάλα γιατί σούγραφα απ' την τραπεζαρία. Άξαφνα ακούω ένα μπαμ! μπουμ! κάτω στο καφενείο.

Για αφτό δεν έχω νου για φαγοπότια τώρα, παρά για φόνους αίματα και στεναγμούς και φρίκηΤότες τ' απάντησε ο σοφός πολύτεχνος Δυσσέας 215 «Ω του Πηλέα αφέντη γιε, σπαθί μας πρώτο απ' όλους, με τ' όπλο εσύ είσαι ανότερος, πολύ καλύτερός μου, όμως νομίζω πως κι' εγώ σε ξεπερνάω πολύ ίσως στη γνώμη, τι είδα κόσμο πριν και πιο πολλά κατέχω.

Διότι θα ήτο φρίκη να υπάρχη εις κάποιον επιστήμη, καθώς εφρόνει ο Σωκράτης, και να τον νικά άλλο τίποτε και να τον σύρη προς αυτήν ωσάν ανδράποδον. Και βεβαίως ο Σωκράτης απολύτως αντέκρουε αυτό το ζήτημα και ενόμιζε ότι δεν υπάρχει ακράτεια. Διότι δήθεν κανείς δεν πράττει έξω από το καλλίτερον όταν γνωρίζη αυτό, αλλά μόνον όταν δεν το γνωρίζη.