United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μιμίκος είχε λίαν ευρείας ιδέας οικιακής κοινοκτημοσύνης, και πολλάκις είχε προσπαθήσει, δι' επανειλημμένης πρακτικής ασκήσεως των κοινωνιστικών του δογμάτων, να οικειώση προς αυτά τους οικείους του. Εφρόνει, ότι το εμόν και το σον ήσαν έννοιαι κατ' εξοχήν εγωιστικαί και ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς την ιερότητα των οικογενειακών δεσμών και την αυτοθυσίαν ην επιβάλλει η αδελφική στοργή.

Ο μεν Νικίας ήθελεν, ενόσω ακόμη δεν υπέστη ατύχημά τι και ετιμάτο, να διατηρήση την ευτυχίαν, να αναπαυθή πλέον εκ των κόπων του, να αναπαύση τους συμπολίτας του και να καταλίπη εις τας επερχομένας γενεάς φήμην ότι ουδέν δυστύχημα επροξένησεν εις την πολιτείαν· διά να κατορθωθή όμως το αποτέλεσμα τούτο, εφρόνει ότι έπρεπε να αποτρέψη τους κινδύνους, να μη εκτίθεται εις την φοράν της τύχης ως πρότερον, και τέλος ότι η ειρήνη παρέχει την ασφάλειαν· ο δε Πλειστοάναξ εσκέπτετο τα αυτά, διότι οι εχθροί κατηγόρουν την ανάκλησίν του και εις παν ατύχημα των Λακεδαιμονίων υπενθύμιζαν εις αυτούς ότι τούτο συνέβη ένεκα της παρανόμου ανακλήσεώς του.

Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης.

Και ο ιατρός όμως τα αυτά εφρόνει, αν και ενίοτε τον κατελάμβανε λύσσα και δεν ήξευρε πως θα εφέρετο, αν παρεδίδετο αίφνης εις χείράς του η άπιστος . . . Έμεινεν εις αυτόν ως παρηγοριά η επιστήμη μόνη.

Ίσως εφρόνει ότι θα έπαυε πλέον η απρεπής έρις μεταξύ αυτού και της συζύγου του, ην ηγάπα υπερβαλλόντως. Ως και εγένετο, — Να, τώρα έκαμες καλά! τω έλεγεν η κυρά-Μανωλάκαινα. Έτσι άρχισε και ο καπετάν-Μιχαλιός, και σήμερα είνε δήμαρχος.

Διότι εφρόνει ότι εις άνθρωπον καλόν και αγαθόν πολλές φορές συμβαίνει ώστε να βιάζη ο ίδιος τον εαυτόν του να επαινή και ν' αγαπά ένα άλλον· συμβαίνει λ. χ. πολλές φορές εις ένα άνθρωπον να είναι βιασμένος ν' αγαπά στραβοκέφαλον μητέρα ή πατέρα ή πατρίδα ή κανέν άλλο από τα τοιαύτα.

Το ενεθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ' αρχής της ομιλίας του παππά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ' έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Εξ άλλου δεν έστεργε ν' αποταθή εις τον φιλικώτατα προς αυτόν διατεθειμένον Γρηγόριον Μαρασλήν, διότι, ως αυτός μοι έλεγεν εφρόνει ότι προορισμός και όρος επιτυχίας της Βιβλιοθήκης ήτο να γνωρίζη μόνον εις το Ελληνικόν κοινόν είτε ξένα αριστουργήματα, είτε ελληνικά πρωτότυπα έργα .

Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·

Εκείνος εφρόνει ότι εγώ θα ενθυμούμην καλλίτερα τα κατατόπια, ως παλαιός και αγαπών τα εξωκκλήσια. Αλλ' είχα δέκα χρόνια να υπάγω στην Κεχριάν, ο δε Κωστής, αν και βαθυκτήμων, δεν είχεν ελαιώνα προς αυτό το μέρος, και δεν εσύχναζεν. Οι δρομίσκοι της εξοχής είνε σκολιοί και άτακτοι.