United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Σοβαρός και αρχαϊκός, γαλανός και ανοιχτοπρόσωπος, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου, με τας πλατείας χειρίδας, την κεντητήν ζώνην, και τα στιλπνά πανωβράκια του, εσύχναζε καθ' εκάστην εις το Κιόσκι........εντός της σιδηράς πύλης του Κάστρου, και αντικρύ εις το μικρόν τζαμί, το οποίον ευρίσκετο διά τον τύπον εκεί, τάχα διά τας θρησκευτικάς ανάγκας του μοναδικού Αγά, όστις ευρίσκετο ως σημείον συνδέσμου και υποταγής εφ' όλης της νήσου.

Η δροσολουσμένη χλωροσιά άπλονε τάπητας μακρύς μαργαριτοκέντητος και απάνω της χιλιάδες εχαμοπετούσαν έντομα κ' εβούιζαν. Ο γαλανός αιθέρας επεντοβολούσε από χίλιων λογιών μελωμένα αρώματα και ηχολογούσεν από χίλιων πουλιών γλυκόφωνα κελαδήματα.

Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση.

Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης.

Ο Αγάλλος ήτο 22 ετών, υψηλός και εύμορφος, γαλανός, όπως ο πατήρ του. Είχεν αρχίσει από τριών ετών να κάμνη ταξείδια επάνω στον Ποταμόν, εις την Βλαχίαν, κ' εκείθεν είχεν επανακάμψει προ ολίγων μηνών, φέρων ολίγας εκατοντάδας φλωρίων, ως πρωτόλεια, εις τους γονείς του. Είχε κρατήσει πέντ' έξ διά να ευθυμήση με τους φίλους του.