United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον ακούει ο αφέντης του, τον έχει αφωρεσμένον, Και στέλνει ασκέρια αμέτρητα που τον βαστούν κλεισμένον Και θέλει το κεφάλι του φερμένοτο σιντόνι, Στέλνει πασάδες τον Χουρσήτ με τον Ομέρ Βρυώνη. Κι' ο Αλή-Πασάς τόσο καιρό δεν δίνει τα κλειδιά του Κλεισμένος μέσ' 'ς το κάστρο του 'σάν λύκος 'ςτή φωλιά του.

'Σάν νάνε στοιχειωμένος, Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο, Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται. Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται. Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι. Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια. Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής.

Σας είπα, διπλωμάται σοφοί, εκτεταμένως Για των σοφών ελλήνων το φημισμένον γένος. Σας είπα τι συνέβη στα χρόνιά του τα πρώτα· Σας είπα για τα τόσα αμέτρητα του φώτα, Και ό,τι άλλο πλέον Ενόμισ' αναγκαίον. Σας είπα καλά, ότι το έθνος των ελλήνων Ήτο το μόνον έθνος εις τον καιρόν εκείνον.

Κι' η Αντρομάχη η λυγερή το κλάμα αρχίζει πρώτη, 723 την κεφαλή του Έχτορα στα χέρια της κρατώντας «Άντρα μου, νιος μου χάθηκες και χήρα νια μ' αφίνεις 725 στον πύργο εδώ, κι' ο γιόκας μας μικρούλης έτσι ακόμα που εσύ κι' εγώ τον κάναμε, μηδέ θα δει πια νιότη, τι πρινναι, κάτι μου το λέει — η χώρα αφτή ως στο κάστρο θα ρημαχτεί, τι εσύ ο φρουρός να! πήγες, που φρουρούσες και κάστρο και μικρά παιδιά κι' αρχοντικές γυναίκες, 730 που τώρα με καράβια οχτρών ταχιά θα παν στα ξένα, και θενά πάω μαζί κι' εγώ... Τότες κι' εσύ, παιδί μου, μαζί μου ή θάρθεις στη σκλαβιά και θα σκλαβοδουλέβεις εκεί στα ξένα από σκληρό αφέντη αγγαρεμένος, ή — ω φρίκη! — θα σε πιάσει οχτρός, θα ρήξει σε οχ τον πύργο, 735 με πάθος που ίσως τούσφαξε ο Έχτορας το γιο του τον πατέρα ή αδερφό· τι απ' το χαλκό του πλήθος Αργίτες δάγκασαν της γης τ' αμέτρητα λιθάρια, τι σα θεριό ο πατέρας σου είταν στη μάχη πάντα. 739 Για αφτό όλος τον θρηνά ο λαός μες στ' αψηλό μας κάστρο... κι' έκανες θρήνους να ποθούν και κλάματα οι γονιοί σου, Έχτορα· εγώ όμως θαν τα πιω τα πιο πολλά φαρμάκια, τι ξεψυχώντας, άντρα μου, δε μ' άπλωσες τα χέρια, δε μούπες λόγο σου γλυκό, που πάντα ... νύχτα μέρα ... ναν τον θυμάμαι και βροχή τα δάκρια μου να τρέχουν745

ηδονή εν σχέσει προς το ύψιστον αγαθόν&. ― Και το ότι δε επιδιώκουν την ηδονήν και τα ζώα όλα και οι άνθρωποι, είναι απόδειξις ότι αυτή είναι κάπως το καλλίτερον πράγμα : Λόγος ποτέ δεν χάνεται, όταν τον διαλαλούνε στόματ' αμέτρητα.....

Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 γίδια και βώδια τρέφονται καλάτην χλωρασιά της, και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, καιτην Τροία, 'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».

Τα είχε πάρει από φόβον. Έπειτα ο τρόμος, τον οποίον του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, του έφερε τοιαύτην ταραχήν, ώστε παρέλυεν η μνήμη και γλώσσα του ομού. Διά να συνηθίση να μη λέγη το Α άλφα έφαγεν αμέτρητα χαστούκια· άμα δ' εμάνθανεν έν των γραμμάτων του αλφαβήτου, ελησμόνει το προηγούμενον και άμα ήρχετο πλησίον του ο δάσκαλος, τα ελησμόνει όλα ή έλεγεν αλλ' αντ' άλλων.

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Πώς και πετάμενων πουλιών αμέτρητα κοπάδια, κύκνοι λεφκοί μακρόλαιμοι για γερανοί για χήνες, 460 γύρω απ' του Κάϋστρου τα νερά, μες στ' Ασινό λιβάδι, καμαρωμένα εδώ κι' εκεί πετούν φτεροκοπώντας, και το λιβάδι απ' τις φωνές βουήζει σαν καθίζουν· έτσι έθνη χύνουνταν πολλά κι' αφτών οχ τις καλύβες στον κάμπο το Σκαμαντρινό, κι' η γης βροντοβολούσε 465 κάτου απ' τα πόδια, σκιαχτερή κι' αφτών και των αλόγων Και στέκουν στο Σκαμαντρινό ανθόστρωτο λιβάδι, χιλιάδες, σαν της άνοιξης τα λούλουδα και φύλλα.