United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.

Τα πόδια μου βαστούσανε καλά, μα η ψυχή μου ένοιωθα πως γινότανε παραλυτική μέσα μου, σαν το κορμί του ζητιάνου. — Χωρίς άλλο, είπα με τον εαυτό μου, αυτός ο παραλυτικός είναι ένας ανόητος και δεν ξέρει τι λέει. Ας γυρίσω στη δουλειά μου.... Κοντοστάθηκα μια στιγμή κ' ύστερα γύρισα βιαστικός, σαν να με κυνηγούσαν. Πέρασα τον κάμπο γλήγοραγλήγορα κ' έφθασα πάλι στη μεγάλη στράτα.

Αν η ανόητος πολυτέλεια είνε καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και ασυμπήκτων έτι κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων άλλων και δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα κοινωνικόν ανίατον, φέρον εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην κοινωνίαν, ης υπονομεύει το σώμα.

Ο κολλήγας θα ήτο ανόητος τότε να καταμηνύση τον ποιμένα, όστις είχε παληόιδες που του έφερναν τόσον μεγάλαις τσαντίλαις.

Τους μισώ αυτούς διότι είνε χυδαίοι και απαίσιοι. Δεν αρκεί ότι έζησαν κακώς, αλλά και αφού απέθαναν ακόμη ενθυμούνται και ποθούν τα του κόσμου• ευχαριστούμαι λοιπόν να τους πειράζω. ΠΛ. Δεν πρέπει όμως• διότι δεν εστερήθησαν μικρά πράγματα και η λύπη των δεν είνε αδικαιολόγητος. ΜΕΝ. Και συ, είσαι ανόητος, ω Πλούτων, και συμφωνείς με τους στεναγμούς των; ΠΑ. Καθόλου, αλλά δεν θέλω να ερίζετε.

Αλλά δεν είνε παράδοξον ότι συ ο ανόητος και αμαθής άνθρωπος έπαθες τοιούτον τι, και όταν περιπατής, κρατείς προς τα οπίσω την κεφαλήν και μιμείσαι το βάδισμα, το ήθος και το βλέμμα εκείνου προς τον οποίον ετέρπεσο να λέγης ότι ομοιάζεις, αφού λέγεται ότι και ο Πύρρος ο Ηπειρώτης, ο οποίος κατά τα άλλα ήτο θαυμάσιος άνθρωπος, εσύρθη εις παρομοίαν παγίδα υπό των κολάκων, ώστε επίστευεν ότι ήτο όμοιος προς τον Αλέξανδρον τον μέγαν; Και όμως ήτο εντελώς αντίθετος και, όπως λέγουν οι μουσικοί, δις διαπασών ήτο η διαφορά των.

Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; — Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! — Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίανδηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτεκαι τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.

Το έμαθεν από τον αδελφόν της, είπεν ο Σκούντας. Αλλ' ειπέτε μοι, εις ποίον δωμάτιον κατοικεί αυτή; — Έχει λοιπόν και αδελφόν; επανέλαβεν η Βεάτη. Και πώς την άφησε να την πάρουν; — Είνε ανόητος, ως φαίνεται, είπεν ο Σκούντας. Εις ποίον μέρος του μοναστηρίου ευρίσκεται το δωμάτιόν της; — Και ειξεύρει ο Τρανταχτής με ποίον σκοπόν την έφεραν εδώ; εξηκολούθησε να ερωτά η Βεάτη.

Και ιδού, πάλιν σοι λέγω, δυνατόν να φαίνεται παράδοξον εις σε, άλλ' όμως ούτως έχει, «οι πρώτα έσονται έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι». Ούτω πάσα ανόητος διακοπή, πάσα αυθάδης επίκρισις, πάσα σφαλερά ερώτησις, παν σύμβαμα αίσιον ή θλιβερόν, εγίνετο υπό του Ιησού καθ' όλην την πορείαν ταύτην αφορμή όπως διδάσκη εις τους ακροατάς Του, και δι' αυτών εις όλον τον κόσμον, τα προς ειρήνην συμβάλλοντα.

Και μετά τινα σιγήν επρόσθεσε κλαυθμηρά τη φωνή: — Εγώ ούτε ματαιόφρων, ούτε κούφος, ούτε μικρόψυχος είμαι, ως η ανόητος Νεάπολίς σου! Αλλά συ τέτοιος ήσουν πάντοτε. Πάντοτε μ' έπαιρνες για τ ρ ελ λ ο κ ό ρ ι τ σ ο! — Τι συκοφαντία! ανέκραξα εγώ ανακαγχάσας, όπως προλάβω το κακόν, αλλά ήτο πολύ αργά!