United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.

Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθή άλλοτε το φρούριον και είξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενεθυμείτο καλώς τον δρόμον.

Τότε λοιπόν δεν υπωπτεύθημεν δικαίως προ ολίγου, μήπως ναι μεν ορίζομεν κάτι τι και λέγομεν έν είδος βασιλικόν, ακόμη όμως δεν απετελειώσαμεν με ακρίβειαν τον πολιτικόν, εν όσω όλους τους συνωστισμένους πέριξ αυτού και τους διεκδικούντας δικαιώματα συντροφίας δεν τους αποσπάσωμεν, και αφού τον ξεχωρίσωμεν από όλους αυτούς κατορθώσωμεν να τον παρουσιάσωμεν μόνον του καθαρόν; Νέος Σωκράτης.

Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν.

Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι.

της γης τα βάθη κρύψου, Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον, είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν ακίνητα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα, αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο· αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας. ΜΑΚΒΕΘ Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ!

Η Γερακούλα ήρχετο τελευταία, συνομιλούσα μετά της γειτονίσσης της. Καθ' οδόν συνήντησαν άλλας πολλάς συντροφίας, αίτινες προς τον αυτόν σκοπόν μετέβαινον εις τα κτήματα, άλλαι φλυαρούσαι, άλλαι άδουσαι. Και δεν διέκρινες ποίαι ομιλούν, και ποίαι τραγουδούν.

όλης εδώ της συντροφιάς προπίνω την υγείαν, κ' εις του καλού του φίλου μου του Βάγκου, που μας λείπει Ας ήτο να μας ήρχετο! Εις όλους κ' εις εκείνον η πρόποσίς μου. Εύχομαι εις άπαντας τα πάντα! ΠΑΝΤΕΣ Πολλά τα έτη και καλά του Βασιλέως! ΜΑΚΒΕΘ Λείψ' απ' τα 'μάτια μου εμπρός!

Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι. και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415 και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα, και αυτούτην θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια, κάποιον να πιάση, ως έβγαινετην μέση των προβάτων• πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχετον νου του ελπίδα. και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420 ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα. και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας. και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη. ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425 'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους. σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα 'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας• τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα, τα δυοτο πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430 ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκατην δασερή κοιλιά του, και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435

Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;